ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

  1. Αντικείμενο και Ισχύς του Κανονισμού Κατάστασης Προσωπικού

 

1.1 Σκοπός του Κανονισμού

 

Σκοπός του παρόντος Κανονισμού Κατάστασης Προσωπικού είναι η ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και γενικά κάθε θέματος του ανθρώπινου δυναμικού που έχει σχέση με την εργασία του στην Εταιρεία από την πρόσληψή του μέχρι την καθοιονδήποτε τρόπο αποχώρησή του από αυτή.

Το πνεύμα του παρόντος Κανονισμού βασίζεται στις αρχές της Διοίκησης Ανθρώπινων Πόρων, ενώ λειτουργεί συμπληρωματικά προς τον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του ΚΕ.ΤΕ.Κ.Ν.Υ. Ο Κανονισμός Κατάστασης Προσωπικού δύναται να επικαιροποιείται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.

 

1.2 Εργασίες της Εταιρείας

 

Οι εργασίες της Εταιρείας κατευθύνονται και παρακολουθούνται από το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής, καθώς και από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων της, διεξάγονται δε, σύμφωνα με το καταστατικό και τις αποφάσεις των δύο ανωτέρω οργάνων, μέσω του Διευθύνοντος Συμβούλου, των Διευθυντών και των λοιπών προσώπων και οργάνων που κατά περίπτωση ορίζονται από τους ανωτέρω.

 

1.3 Τήρηση του Κανονισμού

 

Κάθε προσλαμβανόμενος στην Εταιρεία λαμβάνει γνώση και προσχωρεί στις ρυθμίσεις του παρόντος Κανονισμού. Η ακριβής τήρηση του Κανονισμού είναι υποχρεωτική για το σύνολο του ανθρωπίνου δυναμικού της Εταιρείας, καθ’ όσον αφορά και επηρεάζει άμεσα το θετικό κλίμα στις εργασιακές σχέσεις, την εύρυθμη, αξιόπιστη και αποδοτική λειτουργία της Εταιρείας, είναι δε άρρηκτα συνδεδεμένη με το κοινό συμφέρον της Εταιρείας και των εργαζομένων σ’ αυτήν, καθώς και με την εξυπηρέτηση του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, στην οποία η Εταιρεία αποβλέπει.

 

  1. Εργασιακή Σχέση

 

2.1. Πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού

 

Στον παρόντα Κανονισμό, υπάγονται όλοι οι εργαζόμενοι που απασχολούνται από την Εταιρεία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, βαθμού ή ειδικότητας.

 

2.2. Τύποι Συμβάσεων Εργασίας

 

Οι συμβάσεις εργασίας των εργαζόμενων στην Εταιρεία είναι ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου και καταρτίζονται πάντοτε εγγράφως.

 

  1. Γενικοί Όροι Προσλήψεων

 

Οι προσλήψεις του προσωπικού διενεργούνται κάθε φορά σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδρυτικού Νόμου του ΚΕ.ΤΕ.Κ.Ν.Υ. (ν.4286/2014, όπως ισχύει), του Νόμου 3429/2005 περί ΔΕΚΟ και του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας του ΚΕ.ΤΕ.Κ.Ν.Υ., όπως ισχύει. Η σχέση εργασίας ανάλογα με τις ανάγκες κάλυψης των θέσεων εργασίας της Εταιρείας, οι κατηγορίες, οι κλάδοι, οι ειδικότητες, ο αριθμός, τα απαιτούμενα προσόντα, η διαδικασία επιλογής και η χρονική διάρκεια των συμβάσεων εργασίας του προς πρόσληψη προσωπικού καθορίζονται κάθε φορά με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας και σύμφωνα με το Νόμο.

 

  1. Διαδικασία Πρόσληψης

 

Η διαδικασία πρόσληψης του προσωπικού ορίζεται με τις διατάξεις των Νόμων 3429/2005 και 2190/1994. Οι συμβάσεις εργασίας διέπονται αποκλειστικά από τις διατάξεις της ισχύουσας κάθε φορά εργατικής νομοθεσίας που ρυθμίζουν τις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένων και μπορούν να καταγγέλλονται σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που αυτή ορίζει.

 

  1. Τοποθέτηση Προσωπικού

 

Κάθε εργαζόμενος, μετά την πρόσληψή του, τοποθετείται με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου σε οργανική θέση για την κάλυψη της οποίας συμμετείχε στη διαδικασία πρόσληψης.

Η περιγραφή της θέσης εργασίας περιλαμβάνει πληροφορίες που αφορούν τα κύρια καθήκοντα και το περιεχόμενο της θέσης, προσδιορίζει τις δραστηριότητες που αναμένεται να αναπτύξουν οι κάτοχοι των θέσεων, καθορίζει τον σκοπό μιας θέσης, την ένταξη της στο οργανόγραμμα της Εταιρείας, τις ευθύνες και τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.

Η τοποθέτηση εργαζόμενου σε θέση εργασίας συνεπάγεται αυτόματα την ανάληψη από μέρους του των δικαιοδοσιών και των αντίστοιχων ευθυνών που απορρέουν από τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα της θέσης αυτής, όπως περιγράφονται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας της Εταιρείας και όπως επίσης δύναται να ανατίθενται με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου. Είναι δυνατή η προσωρινή αναπλήρωση οποιασδήποτε θέσης της Διοικητικής Βαθμίδας του ιδίου κλάδου και της ίδιας κατηγορίας, εάν προκύψουν λόγοι προσωπικού κωλύματος του νομίμως κατέχοντος τη θέση, για όσο διάστημα απαιτείται. Εάν η προσωρινή αναπλήρωση διαρκεί περισσότερο από ένα (1) μήνα χορηγούνται τα αντίστοιχα επιδόματα που συνδέονται με τη θέση, κατόπιν σχετικής εισηγήσεως του Διευθυντή της υπηρεσίας όπου υπάγεται η θέση προς τον Διευθύνοντα Σύμβουλο και έγκριση της αντίστοιχης εισήγησης του Διευθύνοντος Συμβούλου με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, για όσο διάστημα διαρκεί η αναπλήρωση. Η κατανομή των οργανικών θέσεων ανά κατηγορία και ειδικότητα στις επιμέρους οργανωτικές μονάδες και διοικητικές ενότητες της Εταιρείας παρατίθεται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας της Εταιρείας.

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας δύναται, ανάλογα με τις ανάγκες που παρουσιάζονται, να μεταβάλει τον αριθμό των οργανικών θέσεων του προσωπικού με αντίστοιχη τροποποίηση του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας της Εταιρείας.

Τόπος εργασίας για το προσωπικό λογίζονται τα γραφεία της έδρας της Εταιρείας.

 

5.1. Ένταξη Προσωπικού

 

Η ομαλή ένταξη των νέων εργαζόμενων στο δυναμικό της Εταιρείας αποτελεί ευθύνη του  προϊστάμενου της εκάστοτε Διεύθυνσης στην οποία θα εργαστούν οι νεοπροσλαμβανόμενοι. Ειδικό ρόλο στην υποδοχή και ένταξη δύναται να έχει και η ανώτερη διοίκηση. Σε γενικές γραμμές, η πληροφόρηση των νέων εργαζόμενων στηρίζεται σε πέντε άξονες:

  1. Γενική ενημέρωση για την εταιρεία και την οργάνωσή της
  2. Ενημέρωση για τους όρους απασχόλησης (υποχρεώσεις και δικαιώματα, ωράριο, άδειες, συνθήκες και όροι ασφαλείας κ.ά.)
  3. Ενημέρωση για την εκπαίδευση
  4. Ενημέρωση για τις απολαβές, τα επιδόματα και τις παροχές
  5. Ενημέρωση για τις εργασιακές σχέσεις

Για να επιτευχθεί η ομαλή ένταξη των νεοπροσλαμβανόμενων στην Εταιρεία, διακρίνονται τρεις φάσεις:

  1. Φάση προετοιμασίας της ένταξης, κατά την οποία ορίζεται ο χρόνος και ο χώρος υποδοχής των νέων εργαζόμενων, ορίζονται τα άτομα ή στελέχη που θα έχουν ενεργό ρόλο, προετοιμάζεται το απαραίτητο κάθε φορά έντυπο υλικό, καθώς και η περιήγηση στα γραφεία της Εταιρείας και η γνωριμία με τους συναδέλφους τους.
  2. Φάση εκτέλεσης της ένταξης, κατά την οποία πραγματοποιούνται οι παραπάνω δράσεις, με ιδιαίτερη προσοχή στο να παρέχονται πληροφορίες σε λογική ποσότητα, ώστε οι νέοι εργαζόμενοι να προλαβαίνουν να τις αφομοιώνουν, στο να απαντάται κάθε ερώτημα εκ μέρους τους με την απαραίτητη σοβαρότητα και λεπτομέρεια. Στη συγκεκριμένη φάση κάθε νέος εργαζόμενος αξιολογείται προκαταρκτικά για τις ικανότητες εκμάθησης, προσαρμογής και συνεργασίας που επιδεικνύει.
  3. Φάση αξιολόγησης της ένταξης, κατά την οποία, περίπου έναν (1) μήνα μετά την ολοκλήρωση της Φάσης εκτέλεσης, διαπιστώνεται εάν και σε ποιον βαθμό οι νέοι εργαζόμενοι έλαβαν την απαραίτητη πληροφόρηση, ποιες επιπρόσθετες πληροφορίες επιθυμούν και ποια ζητήματα τους απασχολούν σε σχέση με την εργασία τους. Τα παραπάνω δύναται να διαπιστωθούν είτε με προσωπική συνέντευξη με τον άμεσα προϊστάμενο ή με τη συμπλήρωση ειδικού ερωτηματολογίου.

 

  1. Αξιολόγηση Προσωπικού

 

6.1. Χαρακτηριστικά Διοίκησης της Απόδοσης

 

Το σύστημα Διοίκησης της Απόδοσης του ΚΕ.ΤΕ.Κ.Ν.Υ. βασίζεται στις ακόλουθες αρχές:

α) διαφάνεια,

β) αντικειμενικότητα,

γ) αλληλοσεβασμός,

δ) δικαιοσύνη και

ε) ανάπτυξη και ενδυνάμωση των εργαζόμενων.

 

6.2. Εγχειρίδιο Διοίκησης της Απόδοσης

 

Το αναλυτικό Εγχειρίδιο Διοίκησης της Απόδοσης ολοκληρώνεται, τροποποιείται, συμπληρώνεται, αναπροσαρμόζεται ή επικαιροποιείται από τη Διοίκηση της Εταιρείας και δημοσιοποιείται στο προσωπικό τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν την έναρξη της περιόδου αξιολόγησης.

Το σύστημα Διοίκησης της Απόδοσης περιλαμβάνει τέσσερα στάδια:

  1. Γραπτή περιγραφή εργασιών που συνδέονται με επιμέρους καθορισμένους στόχους, οι οποίοι πηγάζουν από τους στρατηγικούς στόχους της Εταιρείας.
  2. Ατομικοί στόχοι απόδοσης για κάθε εργαζόμενο, οι οποίοι συμφωνούνται σε συνεργασία αξιολογούμενου και αξιολογητή. Αφορούν το αποτέλεσμα και είναι αυστηρά καθορισμένοι και μετρήσιμοι.
  3. Προσωπικό πρόγραμμα ανάπτυξης κάθε εργαζόμενου, όπως διαμορφώνεται σε συνεργασία αξιολογούμενου και αξιολογητή, με τον ορισμό βραχυχρόνιων και μακροχρόνιων στόχων ανάπτυξης και δραστηριοτήτων για να επέλθει ο στόχος, όπως για παράδειγμα παρακολούθηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων, συμμετοχή σε επιμέρους έργα, ανάληψη ευθυνών.
  4. Συνεχής ανεπίσημη και επίσημη αξιολόγηση κάθε εργαζόμενου, με έμφαση στην υποκίνηση, στήριξη και ενδυνάμωσή του, ώστε να επιτυγχάνονται οι στόχοι ανάπτυξης.

Το αναλυτικό Εγχειρίδιο Διοίκησης της Απόδοσης στηρίζεται στις ακόλουθες ενδεικτικές αρχές:

Α) Αξιολόγηση βάσει δεξιοτήτων

Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξαρτήτως ιεραρχικής θέσης αξιολογούνται βάσει ενός σφαιρικού πλαισίου δεξιοτήτων. Οι δεξιότητες, οι οποίες εξειδικεύονται σε συγκεκριμένες εργασιακές συμπεριφορές, δύνανται να καλύπτουν: i) Στρατηγική και Επιχειρησιακή Αντίληψη, ii) Λειτουργική Αποτελεσματικότητα, iii) Ηγεσία και Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού, iv) Γνώση Τεχνικού Αντικειμένου. Το πλαίσιο δεξιοτήτων είναι δυναμικό, ορίζεται (εκ των προτέρων) από τη Διοίκηση της Εταιρείας, επικαιροποιείται, διαμορφώνεται και τροποποιείται με βάση τη στρατηγική της Εταιρείας.

Β) Αξιολόγηση βάσει στόχων

Στελέχη υψηλότερων ιεραρχικών θέσεων διοίκησης αξιολογούνται, επιπλέον των δεξιοτήτων και βάσει ποσοτικών στόχων. Οι στόχοι εξειδικεύονται/προκύπτουν από τη γενικότερη στρατηγική και το επιχειρησιακό σχέδιο της Εταιρείας. Οι ποσοτικοί στόχοι συμφωνούνται με τον άμεσο προϊστάμενο του εργαζόμενου στην αρχή κάθε οικονομικού έτους. Η βαρύτητα των επιμέρους στόχων δύναται να διαφοροποιείται αναλόγως της ιεραρχικής θέσης διοίκησης. Η συνεισφορά (στην συνολική αξιολόγηση) της επί μέρους αξιολόγησης των στόχων σε σχέση με την επί μέρους αξιολόγηση των δεξιοτήτων/συμπεριφορών είναι μεγαλύτερη στα υψηλότερα ιεραρχικά επίπεδα.

 

6.3. Μεθοδολογία αξιολόγησης

 

Η αξιολόγηση απόδοσης του προσωπικού πραγματοποιείται κατ’ ελάχιστον μια φορά ετησίως, σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα διαδικασία αξιολόγησης. Ο εργαζόμενος, κατόπιν σχετικής (εκ των προτέρων) ενημέρωσης για τη διαδικασία, τα κριτήρια, το μοντέλο βαθμολογίας, κτλ. που αφορούν τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, θα αξιολογείται από τον άμεσο προϊστάμενό του. Στη διαδικασία εμπλέκεται και δεύτερος αξιολογητής μέλος του ΔΣ), ώστε να διασφαλιστεί η ορθή τήρηση της διαδικασίας, η αντικειμενικότητα της βαθμολόγησης, καθώς και η επίτευξη κανονικής κατανομής στα αποτελέσματα της αξιολόγησης.

Οι μέθοδοι αξιολόγησης τις οποίες η Εταιρεία δύναται να χρησιμοποιήσει διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με τους τομείς στους οποίους επικεντρώνουν:

  1. Με βάση τα χαρακτηριστικά του εργαζόμενου, ενδεικτικά αναφέρονται η μέθοδος της αφηγηματικής έκθεσης (σύνταξη έκθεσης στην οποία τα δυνατά και αδύναμα σημεία του εργαζόμενου, το δυναμικό του καθώς και προτάσεις για βελτίωση), η μέθοδος της υποχρεωτικής επιλογής (ο αξιολογητής καλείται να απαντήσει σε ζεύγη αντίθετων προτάσεων, π.χ. ο εργαζόμενος ανταποκρίνεται άμεσα στην επικοινωνία με το εξωτερικό περιβάλλον της Εταιρείας ή όχι), η μέθοδος της σύγκρισης εργαζομένων ανά δύο και η μέθοδος της διαγραμματικής κλίμακας (ο αξιολογητής βαθμολογεί τον εργαζόμενο σε ήδη προσδιορισμένα χαρακτηριστικά βάσει κλίμακας). Στην τελευταία μέθοδο, οι παράγοντες αξιολόγησης δύναται να είναι, μεταξύ άλλων, η ποσότητα της εργασίας, η ποιότητα της εργασίας, η γνώση, η παρουσία και η ακρίβεια, η κρίση, η στάση έναντι της εργασίας και η ανάληψη πρωτοβουλίας.
  2. Με βάση τη συμπεριφορά του εργαζομένου, ενδεικτικά αναφέρονται η μέθοδος του καταλόγου ελέγχου και του σταθμισμένου καταλόγου ελέγχου (ο αξιολογητής ελέγχει σε ποιον βαθμό ο εργαζόμενος επιδεικνύει συγκεκριμένα γνωρίσματα συμπεριφοράς, στην δεύτερη περίπτωση ενσωματώνοντας συντελεστή βαρύτητας ανάλογα με πόσο σημαντικά κρίνονται) και η μέθοδος των κρίσιμων περιστατικών (ο αξιολογητής καταγράφει συγκεκριμένα περιστατικά εξαιρετικής ή μη αποδεκτής συμπεριφοράς).
  3. Με βάση τα αποτελέσματα, ενδεικτικά αναφέρεται η μέθοδος Διοίκησης βάσει στόχων (Management by objectives), όπου οι εργαζόμενοι σε κάθε διεύθυνση καθορίζουν από κοινού τους μελλοντικούς στόχους και τα προσδοκώμενα αποτελέσματα σε βραχυχρόνιο επίπεδο και δεσμεύονται για την επίτευξη τους. Επίσης, τίθενται τα πρότυπα απόδοσης και καθορίζονται τα χρονικά σημεία ελέγχου της προόδου.

 

6.4. Έκθεση αξιολόγησης

 

Η έκθεση αξιολόγησης, συμπληρωμένη και υπογεγραμμένη από τον άμεσα (και τον έμμεσα όπου απαιτείται) προϊστάμενο, επιδίδεται στον εργαζόμενο κατά τη διάρκεια προσωπικής συνάντησης αξιολόγησης. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συνάντησης με τον άμεσο προϊστάμενο, ο αξιολογούμενος ενημερώνεται για τα αποτελέσματα της απόδοσής του, συζητά και συμφωνεί μελλοντικούς στόχους βελτίωσης. Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να συμπληρώσει προσωπικά σχόλια στην έκθεση αξιολόγησης και να ζητήσει συνάντηση με τον έμμεσα προϊστάμενο και την υπεύθυνη για το ανθρώπινο δυναμικό διεύθυνση σε περίπτωση διαφωνίας του με το αποτέλεσμα της αξιολόγησης. Η τελική έκθεση αξιολόγησης φυλάσσεται στον ατομικό φάκελο του εργαζόμενου.

 

  1. Διαδικασία κάλυψης των θέσεων ευθύνης

 

Οι Διευθύνσεις της Εταιρείας αποτυπώνονται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας και η πλήρωση των οργανικών θέσεων ευθύνης γίνεται σύμφωνα με τα τυπικά προσόντα των υποψηφίων καθώς και σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας και με αξιολόγηση των ουσιαστικών τους προσόντων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3429/2005.

Εργαζόμενος που επιθυμεί να κριθεί για την κάλυψη μιας θέσης ευθύνης, με τη διαδικασία που ορίζεται παραπάνω, καταθέτει σχετική αιτιολογημένη αίτηση.

Επιτρέπεται με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου, εφόσον αυτό είναι απολύτως αναγκαίο, η προσωρινή ανάθεση του συνόλου ή μέρους των καθηκόντων διαφορετικής θέσης ευθύνης, για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των έξι (6) μηνών σε εργαζόμενο με άλλη οργανική θέση, κατά προτίμηση της αυτής Διεύθυνσης και εφόσον δεν καθίσταται αυτό δυνατό άλλης Διεύθυνσης ή, εφόσον αυτό κρίνεται εφικτό, να του ζητηθεί να ασκεί παράλληλα εντός του υφιστάμενου ωραρίου και τα δικά του καθήκοντα.

Η προσωρινή ανάθεση καθηκόντων πρέπει επίσης κατά προτίμηση να γίνεται σε εργαζόμενο της αυτής ιεραρχικής θέσης. Εάν αυτό δεν καθίσταται αντικειμενικά δυνατό, είναι θεμιτό τα εν λόγω καθήκοντα να ανατεθούν και σε εργαζόμενο ανώτερης θέσης, χωρίς η ανάθεση αυτή να μπορεί να θεωρηθεί ως βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας.

 

  1. Λύση Εργασιακής Σχέσης

 

Η λύση της σχέσης εργασίας των υπαγόμενων στον παρόντα Κανονισμό εργαζομένων επέρχεται με τον θάνατο, την έκπτωση, την παραίτηση του εργαζόμενου, την απόλυσή του, καθώς και σε περίπτωση συμπλήρωσης ορίου ηλικίας κατά τις κείμενες διατάξεις. Για όσους απασχολούνται με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λύση επέρχεται με καταγγελία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2112/1920 και του Ν. 3198/1955, και για όσους απασχολούνται με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου λύση επέρχεται με τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου, ή με την καταγγελία της σύμβασης εργασίας για σπουδαίο λόγο, βάσει του άρθρου 672 του Αστικού Κώδικα και πάντοτε σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.

 

8.1. Παραίτηση

 

Οι εργαζόμενοι μπορούν να καταγγείλουν τη σχέση εργασίας με δήλωση παραίτησης τους, η οποία υποβάλλεται ιεραρχικά στον άμεσο προϊστάμενό τους έναν (1) μήνα τουλάχιστον προ της οριζόμενης στην παραίτηση ημερομηνίας αποχώρησής τους, με κοινοποίηση στο Διευθύνοντα Σύμβουλο. Αίρεση, όρος ή διαφορετική προθεσμία στην αίτηση παραίτησης θεωρούνται ότι δεν έχουν γραφεί. Η προθεσμία αυτή δεν τηρείται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία υφίσταται εξαιρετικός λόγος.

Όταν από την αποχώρηση του παραιτούμενου εργαζόμενου κινδυνεύει η κανονική διεξαγωγή της λειτουργίας της Διεύθυνσης, στην οποία απασχολείται ο παραιτούμενος, ο Διευθύνων Σύμβουλος με δική του εισήγηση, ή κατόπιν εισήγησης του αρμόδιου Διευθυντή, δικαιούται να καθορίσει τον χρόνο αποχώρησης κατά τρόπο ώστε να μη διαταραχθεί η κανονική λειτουργία της Διεύθυνσης. Σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορεί να παρατείνει τον χρόνο αποχώρησής του περισσότερο από έναν (1) επιπλέον μήνα μετά από την οριζόμενη στην παραίτηση ημερομηνία αποχώρησης.

Ο εργαζόμενος υποχρεούται να συμφωνήσει με την ενδεχόμενη παράταση του χρόνου αποχώρησης μέχρι του προηγούμενου ορίου. Το έγγραφο του Διευθύνοντος Συμβούλου με το οποίο ζητείται η αναβολή της αποχώρησης του εργαζόμενου μέχρι χρονικού διαστήματος ενός μηνός, πρέπει να κοινοποιηθεί εντός πέντε (5) ημερών από την υποβολή της παραίτησης. Σε αντίθετη περίπτωση η Εταιρεία αποδέχεται την ημερομηνία που αναγράφεται στη δήλωση παραίτησης.

Εργαζόμενος που δεν θα συνεργασθεί/συμμορφωθεί με τις προηγούμενες διατάξεις ευθύνεται σύμφωνα με τον Νόμο για κάθε ζημιά της Εταιρείας που οφείλεται στην πρόωρη ή αντικανονική από αυτόν εγκατάλειψη της εργασίας του.

Ως παραίτηση νοείται και η αδικαιολόγητη ή αυθαίρετη απουσία ή αποχή εργαζόμενου από τις υποχρεώσεις του / εργασία του πέραν των επτά (7) συνεχών εργασίμων ημερών.

Την καταληκτική ημερομηνία αποχώρησης του εργαζομένου υπογράφεται μεταξύ των συμβαλλομένων και η σχετική λύση της εργασιακής σχέσης.

 

8.2. Απόλυση

 

Οι εργαζόμενοι απολύονται με απόφαση Διοικητικού Συμβουλίου, κατόπιν εισήγησης του Διευθύνοντος Συμβούλου, στον οποίο έχει αρχικά εισηγηθεί επαρκώς τεκμηριωμένα ο αρμόδιος Διευθυντής, με τη συνδρομή του Νομικού Τμήματος, όπου αυτό απαιτείται. Η απόλυση γίνεται στις κάτωθι περιπτώσεις:

Α. Όταν συμπληρώσουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, λόγω του ορίου ηλικίας ή διαρκούς ολικής αναπηρίας, σύμφωνα με τον εκάστοτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης του εργαζόμενου και τις ισχύουσες κάθε φορά νομοθετικές ρυθμίσεις.

Β. Λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας, όπως αυτή διαπιστώνεται σύμφωνα με τις κείμενες νομοθετικές διατάξεις.

Γ.  Λόγω πειθαρχικού παραπτώματος που επισείει την ποινή οριστικής παύσης.

Δ. Σε περίπτωση επανειλημμένης δυσμενούς αξιολόγησης ή εξαιρετικά δυσμενούς αξιολόγησης, όταν κρίνεται ότι η επίδοση του εργαζομένου δυσχεραίνει το έργο της Εταιρείας. Σε κάθε περίπτωση, η δυσμενής αξιολόγηση συνοδεύεται από έγγραφη προειδοποίηση προς τον εργαζόμενο.

 

8.3. Λύση Εργασιακής Σχέσης λόγω Θανάτου

 

Με τον θάνατο του εργαζόμενου επέρχεται αυτοδίκαια λύση της εργασιακής σχέσης. Κατά περίπτωση δύναται το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας με εμπεριστατωμένη απόφασή του να χορηγεί κάποιο βοήθημα εφάπαξ ή με μορφή περιοδικής παροχής στον/στην σύζυγο του θανόντος ή και στα τέκνα αυτού.

 

8.4. Έκπτωση

 

Οι εργαζόμενοι εκπίπτουν λόγω τελεσίδικης και αμετάκλητης καταδίκης τους για οποιαδήποτε πράξη αδικήματος που φέρει χαρακτήρα πλημμελήματος, από όσα προβλέπουν ο Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας και ο Ν. 2112/20, όπως ισχύουν.

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας εκδίδει την διαπιστωτική πράξη για την έκπτωση και την κοινοποιεί άμεσα στον εργαζόμενο, ο οποίος εκπίπτει των καθηκόντων του χωρίς ο τελευταίος να θεμελιώνει δικαίωμα οποιουδήποτε είδους αποζημίωσης. Σε αυτή την περίπτωση η Εταιρεία διατηρεί το δικαίωμά της σύμφωνα με τον Νόμο να διεκδικήσει τυχόν αποζημίωση για την επιγενόμενη ζημιά της.

 

 

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ

 

  1. Αποδοχές

 

Οι πάσης φύσεως αποδοχές του Προσωπικού της Εταιρίας καθορίζονται με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Β’ του Ν. 4354/2015 (176/Α’) Ενιαίο Μισθολόγιο και με αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής.

Οι αποδοχές του μισθωτού καταβάλλονται δεδουλευμένες εντός του τελευταίου πενθημέρου (5) του τρέχοντος μήνα.

Η εξόφληση των δεδουλευμένων αποδοχών γίνεται με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό του εργαζόμενου, κατά προτίμηση σε λογαριασμό του τραπεζικού ιδρύματος με το οποίο συνεργάζεται η Εταιρεία.

Σε περίπτωση αδικαιολόγητης απουσίας του εργαζόμενου δεν καταβάλλονται αποδοχές. Επί μερικής παροχής εργασίας (μειωμένο ωράριο) καταβάλλονται αποδοχές μειωμένες αναλόγως.

Κρατήσεις επί των αποδοχών του προσωπικού επιτρέπονται:

α. Από προκαταβολές που έδωσε η Εταιρεία έναντι αποδοχών.

β. Από πρόστιμα που επιβλήθηκαν βάσει του παρόντος Κανονισμού, μέχρι το ένα τρίτο (1/3) των μηνιαίων αποδοχών.

γ. Από φόρους και χαρτόσημο υπέρ του Δημοσίου και από εισφορές υπέρ Ασφαλιστικών Οργανισμών, κατά τις οικείες διατάξεις.

δ. Από άλλη αιτία, όπως ο Νόμος ορίζει.

 

9.1. Υπερωριακή Αποζημίωση

 

Για υπερωριακή απασχόληση και περαιτέρω αποζημίωση γίνεται λόγος όταν η απασχόληση υπερβαίνει τα χρονικά όρια νομίμου ωραρίου ημερήσιας εργασίας και αφορά στους μισθωτούς που προσλαμβάνονται με προκήρυξη των θέσεων σύμφωνα με τον παρόντα Κανονισμό και με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Β’ του Ν. 4354/2015 (176/Α’) Ενιαίο Μισθολόγιο. Σε κάθε εργαζόμενο επιτρέπεται η υπέρβαση ωραρίου για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που ορίζεται από τον Νόμο, κατά κατηγορία εργαζομένων. Το ύψος της υπερωριακής αποζημίωσης, καθορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, μετά από εισήγηση του Διευθύνοντος Συμβούλου και σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

 

  1. Ασφάλιση

 

Όλοι οι εργαζόμενοι στην Εταιρεία υπάγονται στην Κοινωνική Ασφάλιση και συγκεκριμένα στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στον Νόμο. Η Εταιρεία υποχρεούται να προβαίνει στην παρακράτηση των ασφαλιστικών εισφορών εκάστου των εργαζομένων.

 

  1. Κανονισμός Ωρών Εργασίας και Ανάπαυσης Προσωπικού

 

Ως χρόνος ημερήσιας εργασίας νοείται ο χρόνος εργασίας για την εκτέλεση της οποίας υπάρχει εντολή της Διοίκησης, ο χρόνος παράστασης του εργαζόμενου σε δικαστήρια ως κατηγορούμενου ή μάρτυρα εφόσον η δίκη αφορά σε στην Εταιρεία και δεν πρόκειται για δικαστική ενέργεια της Εταιρείας που στρέφεται κατά του ίδιου και ο χρόνος εκπαίδευσης, εφόσον πραγματοποιείται μετά την πρόσληψη και δεν προβλέπεται η καταβολή αμοιβής ή αποζημίωσης από οποιαδήποτε εκτός της Εταιρείας πηγή.

Η παράσταση του εργαζόμενου στο Πειθαρχικό Όργανο της Εταιρείας για απόδοση απολογίας κλπ. γίνεται εκτός ωραρίου εργασίας και ο χρόνος αυτός δεν θεωρείται χρόνος πραγματικής εργασίας.

 

11.1. Γενικές Διατάξεις για Εργάσιμες και Εξαιρέσιμες Ημέρες

 

Οι εργαζόμενοι οφείλουν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους όλες τις ημέρες του έτους στην Εταιρεία με το σύστημα της εβδομαδιαίας πενθήμερης εργασίας . Οι αναπαύσεις όλου του προσωπικού πλήρους ετήσιας απασχόλησης ισούνται με τον αριθμό Σαββάτων και Κυριακών του έτους.

Αργίες για όλους τους εργαζόμενους ορίζονται οι:

  • 1η Ιανουαρίου
  • 25η Μαρτίου
  • Καθαρά Δευτέρα
  • Μ. Παρασκευή
  • Μ. Σάββατο
  • Κυριακή του Πάσχα
  • Δευτέρα του Πάσχα
  • 1η Μαΐου
  • 15η Αυγούστου
  • 28η Οκτωβρίου
  • 25η Δεκεμβρίου
  • 26η Δεκεμβρίου

 

Οι αργίες αυτές χορηγούνται στο σύνολό τους κατά την αντίστοιχη ημερομηνία και δε μεταφέρονται εκτός εάν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση από την εργατική νομοθεσία. Σε περίπτωση που αργία συμπέσει με ημέρα ανάπαυσης συμψηφίζεται με αυτήν. Παροχή εργασίας κατά την ημέρα αργίας αποζημιώνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην εργατική νομοθεσία. Σε περίπτωση που η ανάπαυση συμπέσει με ημέρα ασθένειας, η ανάπαυση δεν μεταφέρεται.

 

11.2. Διάρκεια Εργασίας – Ωράριο

 

Η διάρκεια της ημερήσιας και εβδομαδιαίας εργασίας του προσωπικού καθορίζεται με αποφάσεις της Διοίκησης της Εταιρείας σύμφωνα με όσα ορίζονται από τον Νόμο, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τις διαιτητικές αποφάσεις και τις ατομικές συμβάσεις εργασίας.

Οι ώρες κανονικής ημερήσιας εργασίας του προσωπικού ορίζονται σε 8 ώρες και εβδομαδιαίας κανονικής εργασίας σε 40 ώρες επί πενθημέρου. Για τους εργαζόμενους που υπόκεινται σε ευνοϊκές ρυθμίσεις ωραρίου λόγω ειδικών αναγκών (μητέρες βρεφών, παιδιά με αναπηρία, προσωπικό με αναπηρία) εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που ρυθμίζουν τα θέματα αυτά όπως ισχύουν κάθε φορά, σε συνάρτηση με αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας.

Το προσωπικό υποχρεούται να προσέρχεται ανελλιπώς κατά την ορισμένη ώρα ενάρξεως της εργασίας και να παρέχει τις υπηρεσίες του μέχρι την ώρα λήξης της εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τις ανωτέρω αποφάσεις και ιδιαιτερότητες.

 

11.3. Υπερωριακή Εργασία

 

Ως νόμιμο ωράριο νοείται ο μέγιστος κατά τον νόμο αριθμός ωρών που επιτρέπεται να απασχολούνται οι μισθωτοί. Οι εργαζόμενοι προσφέρουν πέραν του νομίμου ωραρίου και την ανωτέρω επιπλέον απασχόληση, σύμφωνα με τις ανάγκες της Εταιρείας. Η επιπλέον απασχόληση δεν επιτρέπεται να εκτελείται χωρίς προηγούμενη γραπτή έγκριση ή εντολή του αρμόδιου Διευθυντή. Δεν νοείται ως υπερωριακή απασχόληση η πέραν του νομίμου ωραρίου δέσμευση χρόνου για να βρίσκεται ο εργαζόμενος σε απλή ετοιμότητα για περίπτωση ανάγκης και ο χρόνος μετάβασης και επιστροφής για παροχή εργασίας εκτός έδρας.

Από τις προστατευτικές διατάξεις για τα ανώτατα χρονικά όρια εργασίας, την αποζημίωση για την επιπλέον απασχόληση, την εργασία κατά τη νύχτα και αργία και την υποχρεωτική εβδομαδιαία ανάπαυση εξαιρούνται τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και ο Διευθύνων Σύμβουλος.

 

  1. Άδειες Προσωπικού

 

12.1. Γενικές Διατάξεις Περί Αδειών

 

Οι άδειες χορηγούνται σύμφωνα με τα όσα ορίζουν οι οικείοι Νόμοι, συλλογικές ρυθμίσεις και υπουργικές αποφάσεις καθώς και οι σχετικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας. Οι εργαζόμενοι δικαιούνται και κάθε άλλη άδεια που τυχόν προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις, συλλογικές συμβάσεις εργασίας, διαιτητικές αποφάσεις κλπ.

Ο χρόνος άδειας αποτελείται από συνεχόμενες εργάσιμες ημέρες χωρίς να υπολογίζονται Σάββατα, Κυριακές ή αργίες. Ο χρόνος χορηγήσεων των αδειών καθορίζεται καλή τη πίστει με συμφωνία της αρμοδίας Διεύθυνσης της Εταιρείας με έκαστο των εργαζομένων, στο πλαίσιο λειτουργίας κάθε Διεύθυνσης. Η άδεια χορηγείται εντός 2 μηνών από τότε που θα ζητηθεί και οι άδειες χορηγούνται, συνήθως αλλά όχι περιοριστικά, σε 2 περιόδους, θερινή και χειμερινή. Κάθε εργαζόμενος δικαιούται να λάβει από 1ης Μαΐου μέχρι 3ης Σεπτεμβρίου μέχρι 15 εργάσιμες ημέρες από την ετήσια κανονική του άδεια. Η ετήσια άδεια των εργαζομένων οφείλει να εξαντλείται και δεν δύναται ο εργαζόμενος να παραιτηθεί από αυτήν. Η Εταιρεία δεν μπορεί να καταγγείλει σύμβαση εργασίας κατά την διάρκεια της άδειάς του εργαζόμενου.

Οι άδειες χορηγούνται σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη διάταξη που τις προβλέπει. Το προσωπικό δεν δικαιούται να εγκαταλείψει τη θέση του πριν του κοινοποιηθεί η απόφαση περί χορηγήσεως άδειας.

Η υπέρβαση του χρόνου αδείας, εάν δεν οφείλεται σε σπουδαίο λόγο ή λόγο ανωτέρας βίας που πρέπει να αποδεικνύεται, συνιστά αυθαίρετη απουσία του εργαζομένου με όλες τις σχετικές συνέπειες, σε κάθε όμως περίπτωση ο εργαζόμενος οφείλει να ειδοποιήσει έγκαιρα και με τον δέοντα ιεραρχικό τρόπο την Εταιρεία σχετικά με το λόγο καθυστέρησης επανόδου του, άλλως υποπίπτει σε πειθαρχικό παράπτωμα

Οι άδειες του προσωπικού της Εταιρείας διακρίνονται σε:

(α) Κανονική άδεια.

(β) Αναρρωτική άδεια.

(γ) Ειδικές άδειες, μετά ή άνευ αποδοχών

 

12.2. Κανονικές Άδειες

 

Η κανονική άδεια χορηγείται μετά από εκτίμηση των υπηρεσιακών αναγκών της Εταιρείας κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα χρονικά όρια και διάρκεια, η οποία ωστόσο υπόκειται στην εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία. Είναι δε δυνατόν να ανακληθεί για σοβαρούς λόγους υπηρεσιακής ανάγκης ή να διακοπεί κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου και μετά από εκτίμηση των προβαλλομένων λόγων διακοπής. Το προσωπικό οφείλει αμέσως μετά την λήξη της άδειας να επανέλθει στη θέση του. Υπέρβαση κανονικής άδειας ισοδυναμεί με αδικαιολόγητη απουσία, με όλες τις συνέπειες που αυτή επισείει. Για τη θεμελίωση του δικαιώματος της άδειας ή τον καθορισμό της έκτασής της, ως χρόνος απασχολήσεως του μισθωτού θεωρείται ο χρόνος υπηρεσίας του στην Εταιρεία, ο οποίος υπολογίζεται ολόκληρος, ανεξάρτητα από τυχόν μεταβολές στο περιεχόμενο της σχέσεως εργασίας ή στην ιδιότητα του εργαζόμενου και ανεξάρτητα από μεταβολές στη διοίκηση της Εταιρείας.

 

12.3. Άδειες Ασθενείας και Αποδοχές Άδειας Ασθενείας

 

Οι εργαζόμενοι που για λόγους ασθένειας αδυνατούν να εκτελέσουν την υπηρεσία τους, δικαιούνται άδεια ασθένειας με αποδοχές, σύμφωνα με τα όσα ορίζουν οι κείμενες νομοθετικές διατάξεις και οι κανονισμοί της Εταιρείας. Ο εργαζόμενος οφείλει να ειδοποιεί πριν την έναρξη της εργασίας του τον Διευθυντή του ή τον Διευθύνοντα Σύμβουλο ή τον νόμιμο αναπληρωτή αυτού. Οφείλει να παρέχει οποιαδήποτε πληροφορία του ζητηθεί για την εξέλιξη της υγείας του και να δηλώσει το πού διαμένει κατά τη διάρκειά της. Εργαζόμενος που ζητά άδεια για λόγους υγείας δύναται να υποβληθεί σε εξέταση από ιατρό της επιλογής της Εταιρείας (ιατρό εργασίας) προκειμένου να ελεγχθεί η δηλωθείσα ασθένεια.

Σε περίπτωση απουσίας άνω των 3 ημερών ο εργαζόμενος οφείλει να προσκομίσει στην αρμόδια Διεύθυνση σχετική βεβαίωση ιατρού ή κλινικής στην οποία θα αναγράφονται οι ημέρες της επιβεβλημένης απουσίας του από τα καθήκοντά του. Οι υποχρεώσεις αυτές ισχύουν και σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος.

Εάν ο εργαζόμενος δεν προσκομίσει τα απαιτούμενα δικαιολογητικά θεωρείται ότι απουσίασε αυθαίρετα και αδικαιολόγητα, με τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται.

Μόνο στην περίπτωση εργατικού ατυχήματος καταβάλλονται από την Εταιρεία στον εργαζόμενο αποδοχές μέχρι 2 μηνών. Η αδυναμία του εργαζόμενου να εκτελέσει κατόπιν ασθενείας του τα καθήκοντα για τα οποία προσελήφθη δε δημιουργεί δέσμευση στην Εταιρεία για αλλαγή του αντικειμένου της εργασίας του.

Ο εργαζόμενος που εμφανίζει ολική ή μερική σωματική ή πνευματική αναπηρία παραπέμπεται υποχρεωτικά από την Διοίκηση να εξεταστεί από τις κατά Νόμον αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές, προκειμένου να κριθεί εάν είναι ικανός για εργασία ή όχι.

Οι εργαζόμενοι που απέχουν λόγω ασθενείας από την εργασία τους δικαιούνται αποδοχών σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις και ρυθμίσεις της εργατικής νομοθεσίας και του κύριου ασφαλιστικού φορέα περί αποζημιώσεων και αποδοχών.

 

12.4. Ειδικές Άδειες με Αποδοχές

 

Επίσης χορηγούνται, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις οι κατωτέρω αναφερόμενες ενδεικτικά ειδικές άδειες, όπως και κάθε άλλη άδεια που προβλέπεται για ειδικούς λόγους ή ειδικές περιπτώσεις μισθωτών από διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας:

 

α) Άδεια μητρότητας

β) Άδεια απουσίας για την παρακολούθηση της σχολικής επίδοσης των παιδιών

γ) Άδεια για ασθένεια εξαρτημένων μελών

δ) Άδεια σε πάσχοντες από νόσους, όπως ορίζεται με ειδικές διατάξεις

στ) Άδεια γάμου

ε) Γονική άδεια ανατροφής

Οι ανωτέρω άδειες χορηγούνται σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη διάταξη που τις προβλέπει.

 

12.5. Άδειες Χωρίς Αποδοχές

 

Στους εργαζόμενους στην Εταιρεία χορηγείται με τις προϋποθέσεις που ο Νόμος προβλέπει (συγκεκριμένο αριθμό εργαζομένων σε αυτή, εργαζόμενος και άλλος γονέας κλπ.) γονική άδεια σε άτομα με οικογενειακές υποχρεώσεις (παιδιά ή άλλα μέλη της οικογένειας που έχουν ανάγκη την φροντίδα των γονέων). Η συγκεκριμένη άδεια μπορεί να φτάσει στους τρεις μήνες στο χρονικό διάστημα από τη λήξη της άδειας μητρότητας και έως ότου το παιδί γίνει 2 ½ ετών.

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι δυνατόν να χορηγείται στο προσωπικό, κατόπιν γραπτής αιτήσεώς του και μετά από εκτίμηση των υπηρεσιακών αναγκών της Εταιρείας, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, άδεια άνευ αποδοχών, η διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες εντός του ίδιου ημερολογιακού έτους. Η ανωτέρω διαδικασία δύναται να επαναληφθεί μετά το πέρας του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.

Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει ο εργαζόμενος να έχει εξαντλήσει την κανονική του άδεια ή οποιαδήποτε άλλου τύπου άδεια που θα μπορούσε να ζητήσει σχετική με το λόγο που επικαλείται. Αν ο εργαζόμενους δεν αναλάβει καθήκοντα μέσα σε πέντε (5) ημέρες από τη λήξη της άδειας άνευ αποδοχών, θεωρείται ότι παραιτήθηκε αυτοδικαίως από την υπηρεσία.

Σε κάθε περίπτωση η έγκριση ή η απόρριψη της αιτούμενης άδειας χωρίς αποδοχές υπόκειται στην αποκλειστική εκτίμηση του αρμόδιου οργάνου για τη χορήγησή της, αφού ληφθούν υπόψη οι ανάγκες λειτουργίας της Εταιρείας. Η αναγνώριση του χρόνου της άδειας άνευ αποδοχών στις ως άνω περιπτώσεις ως χρόνου πραγματικής ή μη υπηρεσίας διέπεται από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.

 

12.6. Εκπαιδευτική Άδεια

 

Οι όροι, προϋποθέσεις και η διαδικασία χορήγησης εκπαιδευτικών αδειών στο προσωπικό καθορίζονται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην εκάστοτε εκπαιδευτική πολιτική της Εταιρείας.

 

  1. Στρατιωτική Υπηρεσία

 

Στους εργαζόμενους που καλούνται στις ένοπλες δυνάμεις για λόγους επιστράτευσης ή άλλο λόγο (στρατιωτική άσκηση, εκπαίδευση εφέδρων, κλπ.) εφαρμόζονται οι διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας.

Οι εν λόγω εργαζόμενοι διατηρούν το δικαίωμα για τη θέση εργασίας που κατείχαν πριν την κλήση τους και επανέρχονται αυτοδίκαια σε αυτήν μετά την απόλυσή τους από τις ένοπλες δυνάμεις. Ο χρόνος επιστράτευσης, άσκησης ή εκπαίδευσης θεωρείται πραγματικός χρόνος υπηρεσίας.

 

  1. Εκπαίδευση

 

Η Εταιρεία μεριμνά για την επιμόρφωση των εργαζομένων της σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους ανεξάρτητα από την κατηγορία, τον κλάδο, την ειδικότητα και το βαθμό τους. Η επιμόρφωση μπορεί να είναι γενική ή να έχει τη μορφή εξειδίκευσης σε αντικείμενα συναφή προς το αντικείμενο της υπηρεσίας του εργαζομένου. Η συμμετοχή του εργαζομένου σε προγράμματα επιμόρφωσης μπορεί να ορίζεται και ως υποχρεωτική, με αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας.

Τα επιμέρους σημεία της εκάστοτε εκπαιδευτικής πολιτικής της Εταιρείας διευκρινίζονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου μετά από σχετική εισήγηση του Διευθύνοντος Συμβούλου, οπότε και διευκρινίζονται τα ζητήματα τα οποία αφορούν:

α) τους στόχους της εκπαιδευτικής πολιτικής της Εταιρείας

β) τη διαδικασία κατάρτισης του εταιρικού εκπαιδευτικού πλάνου

γ) το είδος των εκπαιδευτικών δράσεων που εμπεριέχονται στο εκπαιδευτικό πλάνο

δ) τις δυνατότητες και τις προϋποθέσεις χορήγησης εκπαιδευτικών αδειών και κάλυψης δαπανών εκπαίδευσης

ε) τις υποχρεώσεις του εκπαιδευόμενου εργαζομένου προς την Εταιρεία, κλπ.

Η εκπαίδευση των εργαζόμενων δύναται να πραγματοποιείται επί της θέσεως εργασίας (on the job) ή όχι. Στην πρώτη περίπτωση ενδεικτικά αναφέρονται η προσωπική καθοδήγηση (coaching ή mentoring), η συμμετοχή σε ομάδες εργασίας ή επιτροπές, ο ορισμός του εργαζόμενου ως βοηθού ανώτατου στελέχους και η ανάθεση έργων. Στη δεύτερη περίπτωση ενδεικτικά αναφέρονται η μελέτη περιπτώσεων, η ενεργός μάθηση (π.χ. συμμετοχή σε έργα έτερης Διεύθυνσης), η συμμετοχή σε εκπαιδευτικά προγράμματα (σεμινάρια, ημερίδες, συνέδρια, ακαδημαϊκά προγράμματα) και η συμμετοχή σε δράσεις της Εταιρείας, ακόμα κι όταν η θεματολογία της δράσης δεν ταυτίζεται με το αντικείμενο ευθύνης του εργαζομένου.

 

 

  1. Ατομικοί Φάκελοι και Μητρώα

 

Για κάθε εργαζόμενο της Εταιρείας μετά την πρόσληψή του, καταρτίζεται και τηρείται προσωπικό μητρώο, το οποίο περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ατομική, οικογενειακή και υπηρεσιακή του κατάσταση ( άδειες, αξιολογήσεις, ποινές κ.λπ.) και τα οποία η Εταιρεία διαχειρίζεται σύμφωνα με το Γενικό Κανονισμό Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.

 

  1. Υγιεινή και Ασφάλεια εργαζομένων και Χωρών Εργασίας

 

Η Εταιρεία υποχρεούται στη δημιουργία και διατήρηση ενός ασφαλούς περιβάλλοντος εργασίας για τους εργαζόμενους σε αυτή, πέραν κάθε είδους παρενόχλησης ή ατομικής διάκρισης. Η Εταιρεία, με βάση την υποχρέωσή της για τη διασφάλιση της υγιεινής της εργασίας, εφαρμόζει μέτρα βάσει των απαιτήσεων διεθνών προτύπων για την Υγιεινή και Ασφάλεια στην εργασία.

Για την εφαρμογή του Συστήματος Υγιεινής και Ασφάλειας στην εργασία πραγματοποιείται συστηματική καταγραφή των πιθανών κινδύνων και στη συνέχεια η αξιολόγησή τους, μέσω και της μέτρησης των επικίνδυνων παραγόντων. Μετά την αξιολόγηση των κινδύνων, καθορίζονται δράσεις οι οποίες έχουν σκοπό τη μείωση της πιθανότητας εμφάνισής τους ή την εξάλειψή τους. Καθιερώνεται συστηματική εκπαίδευση των εργαζομένων σε θέματα Υγιεινής και Ασφάλειας καθώς και σε αντιμετώπιση έκτακτων περιστατικών.

Στόχοι της Εταιρείας με την εφαρμογή του συστήματος Υγιεινής και Ασφάλειας στην εργασίας είναι:

  • πλήρης κάλυψη των νομοθετικών απαιτήσεων
  • μείωση των κινδύνων για εργαζόμενους και επισκέπτες
  • ευαισθητοποίηση του προσωπικού

Με βάση τα διεθνή πρωτόκολλα ποιότητας, η Εταιρεία λαμβάνει μέτρα που αφορούν στη συντήρηση εγκαταστάσεων και εξοπλισμού για τη διασφάλιση της υγιεινής στην εργασία.

 

 

  1. Καθήκοντα

Το Προσωπικό οφείλει ιδίως:

α. Να τηρεί τον Κανονισμό και τους κάθε φύσεως κανονισμούς, των οποίων άγνοια δεν μπορεί να επικαλείται, καθώς και τις οδηγίες, εγκυκλίους και εντολές της Διοίκησης.

β. Να εκτελεί με επιμέλεια την εργασία που του ανατίθεται και να προάγει και να προασπίζει τα συμφέροντα της Εταιρείας, υπηρετώντας ευσυνείδητα αυτά.

γ. Να διαφυλάσσει τα επαγγελματικό απόρρητο και να τηρεί απόλυτη εχεμύθεια για όλες τις υποθέσεις που σχετίζονται με την εργασία και ως προς οτιδήποτε αφορά την άσκηση των καθηκόντων του και γενικά οτιδήποτε περιέρχεται σε γνώση του κατά την άσκηση ή επ’ αφορμή της άσκησης των καθηκόντων του, τόσο κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του, όσο και μετά την αποχώρησή του.

δ. Να προσέρχεται εμπρόθεσμα στον τόπο εργασίας για την έγκαιρη έναρξη της εργασίας και να τηρεί πιστά το εκάστοτε εφαρμοζόμενο ωράριο εργασίας.

ε. Να μην απομακρύνεται κατά τη διάρκεια της εργασίας του χωρίς άδεια του αρμόδιου Προϊστάμενου ή άλλου εξουσιοδοτημένου προς τούτο εταιρικού οργάνου.

στ. Να συμπεριφέρεται ευγενικά και πρόθυμα προς εξυπηρέτηση των συναλλασσομένων με την Εταιρεία και να επιδεικνύει πνεύμα συνεργασίας με τους συναδέλφους του.

ζ. Να υπερασπίζεται και να διαφυλάσσει την κανονική λειτουργία της Εταιρείας, ώστε να μη βλάπτει τα συμφέροντά της, να εκτελεί την εργασία του σεβόμενος τα περιουσιακά στοιχεία της Εταιρείας, των οποίων του έχει ανατεθεί η χρήση, η λειτουργία ή η φύλαξη.

η. Να αναγγέλλει αρμοδίως και χωρίς καθυστέρηση κάθε γεγονός ή ενέργεια που υποπίπτει στην αντίληψή του, το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο στο προσωπικό, το κοινό ή την Εταιρεία.

θ. Να μην προσπαθεί να εξασφαλίσει, εκμεταλλευόμενος άμεσα ή έμμεσα την ιδιότητά του ως Εργαζομένου ή της θέσης του στην Εταιρεία, πλεονεκτήματα ή άλλες ωφέλειες, είτε γι’ αυτόν είτε για τρίτα πρόσωπα.

ι. Να αποφεύγει κάθε πράξη ή δραστηριότητα, που οδηγεί σε χρήση μέσων, υποδομών, δεδομένων, προσβάσεων ή ανθρώπινου δυναμικού της Εταιρείας, για ίδιον όφελος ή συνδεομένων με αυτόν τρίτων προσώπων, ή που επηρεάζει προς όφελος του ιδίου ή προς όφελος τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου τις εν γένει υπηρεσιακές διαδικασίες της Εταιρείας, όπως, ενδεικτικά, συνάψεις συμβάσεων, χορηγήσεων ή προμηθειών.

ια. Να αποφεύγει κάθε είδους διακρίσεις, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς ή παρενοχλήσεις.

ιβ. Να απέχει από κάθε ενέργεια που θα δημιουργούσε, ή θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι δημιουργεί, δεσμεύσεις έναντι τρίτων σε βάρος των συμφερόντων της Εταιρείας.

ιγ. Να διατηρεί με επιμέλεια και σε καλή κατάσταση κάθε είδος που του παρέχεται από την Εταιρεία στα πλαίσια της εκτέλεσης της εργασίας του.

ιδ.   Να τηρεί με επιμέλεια την Πολιτική Ασφαλείας του Πληροφοριακού Συστήματος της Εταιρείας (IT SECURITY POLICY) και των οδηγιών της Διοίκησης σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων (GDPR).

 

ιε. Να τηρεί τους όρους που επιβάλλει η υγιεινή και η ασφάλεια της Εταιρείας, να αναφέρει αρμοδίως κάθε δυσλειτουργία ή μηχανική βλάβη που παρουσιάζεται στις μηχανές, στον εξοπλισμό, τις εγκαταστάσεις κλπ., προκειμένου να διευθετείται η άμεση διόρθωσή τους.

ιστ. Να γνωστοποιεί εγγράφως στην Εταιρεία κάθε μεταβολή της οικογενειακής κατάστασης π.χ. γάμο, διάζευξη, γέννηση τέκνου, γάμο του τέκνου κ.λπ. το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την πραγματοποίηση του γεγονότος.

ιζ. Να γνωστοποιεί αμέσως και εγγράφως στην Εταιρεία κάθε αλλαγή της διευθύνσεως της κατοικίας του και τον αριθμό τηλεφώνου.

ιη. Να αναφέρει στην Εταιρεία εγγράφως, αμέσως μόλις περιέλθει σε γνώση του, ότι εκκρεμεί εναντίον του ποινική δίκη ή ότι του επιβλήθηκε ποινή για αδίκημα σχετιζόμενο με την εργασία του ή αδίκημα που οδηγεί κατά δέσμια κρίση σε απόλυσή του.

ιθ. Αν προσφύγει ενώπιον ποινικών δικαστηρίων για αδικήματα που σχετίζονται με οποιονδήποτε τρόπο με την εργασία, να το ανακοινώσει αμέσως στην Εταιρεία.

κ. Να αναφέρεται ιεραρχικά, μέσω του άμεσα Προϊσταμένου του, υποβάλλοντας σε αυτόν κάθε αίτηση, αναφορά ή παράπονο για κάθε θέμα. Εάν παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από έναν μήνα από την ημερομηνία υποβολής της αναφοράς και ο ενδιαφερόμενος δεν λάβει απάντηση, δικαιούται να απευθυνθεί απευθείας στη Διοίκηση.

κα. Να εκτελεί χωρίς αντίρρηση και με ακρίβεια τις εντολές των Προϊσταμένων του. Την υποχρέωση αυτήν την έχει το προσωπικό, και όταν ακόμα νομίζει ότι οι εντολές που του δόθηκαν είναι αντίθετες προς διατάξεις ή δεν συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των υπηρεσιακών του καθηκόντων. Σε αυτήν την περίπτωση θα εκτελέσει τη εντολή και αμέσως μετά οφείλει να αναφέρει ιεραρχικά εγγράφως την παράβαση. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η μη συμμόρφωση σε εντολή, μόνον αν από την εκτέλεση αυτής θα ήταν δυνατόν να τεθούν σε άμεσο και σοβαρό κίνδυνο η ζωή ή η υγεία οιουδήποτε προσώπου ή πράγματα και εφόσον δεν υπάρχει χρόνος να γίνει αναφορά για λήψη νεότερης εντολής στην αμέσως ανώτερη Προϊσταμένη Οργανική Μονάδα. Στην περίπτωση αυτήν είναι υποχρεωτικό να αναφερθούν γραπτά και χωρίς καμία καθυστέρηση οι λόγοι της μη εκτέλεσης της εντολής. Η αναφορά υποβάλλεται ιεραρχικά. Ακολουθεί υποχρεωτικά έρευνα και, αν τελικά αποδειχθεί τεκμηριωμένη η αναφορά, στοιχειοθετείται βαρύ πειθαρχικό αδίκημα αυτού που έδωσε την εντολή.

κβ. Αν έχει αντίθετη γνώμη σε εντελλόμενη υπηρεσιακή ενέργεια, η οποία χρειάζεται την προσυπογραφή του ή τη θεώρησή του, να διατυπώσει γραπτά τις αντιρρήσεις του ή στο σχέδιο του εγγράφου ή σε ιδιαίτερη αναφορά του. Η απλή παράλειψη επιβαλλόμενης προσυπογραφής ή θεώρησης κάποιας ενέργειας δεν απαλλάσσει τον μην υπογράψαντα από την ευθύνη για την ενέργεια αυτήν.-

κγ. Όποτε βρεθεί σε αναπόφευκτη και επείγουσα ανάγκη να λάβει με προσωπική του ευθύνη μέτρα αντίθετα στις υπηρεσιακές διατάξεις, οφείλει γι’ αυτό να ενημερώσει με έγγραφη αναφορά του χωρίς καμία καθυστέρηση τον άμεσο Προϊστάμενό του, στην οποία να δικαιολογεί τη συγκεκριμένη ενέργειά του.

Επιπλέον των προαναφερθέντων, ο Προϊστάμενος οφείλει ιδίως:

α. Να τηρεί απαρέγκλιτα όλες τις υποχρεώσεις του ως εργαζομένου.

β. Να κατατοπίζει, εκπαιδεύει, αναπτύσσει και καθοδηγεί τους υφισταμένους του στο αντικείμενο της εργασίας τους και για κάθε γενικό θέμα που έχει σχέση με την εργασία.

γ. Να μεριμνά ώστε οι υφιστάμενοι του να λαμβάνουν γνώση των εντολών, οδηγιών, αποφάσεων και εγκυκλίων της Εταιρείας.

δ. Να ασκεί τα διοικητικά του καθήκοντα με σεβασμό της προσωπικότητας των υφισταμένων και των συνεργατών του.

ε. Να μεριμνά για τον έγκαιρο ορισμό και προετοιμασία των αναπληρωτών του στα καθήκοντά του, εφόσον προβλέπονται.

στ. Να μεριμνά για τη δίκαιη και έγκαιρη διευθέτηση παραπόνων και προβλημάτων των υφισταμένων του.

ζ. Να δείχνει την πρέπουσα κατανόηση και ευαισθησία σε ανθρώπινα προβλήματα των υφισταμένων και των συνεργατών του.

η. Να μεριμνά ώστε οι υφιστάμενοί του να τηρούν πιστά τους Κανόνες υγιεινής και ασφάλειας.

θ. Να αξιολογεί αντικειμενικά τους υφισταμένους του.

ι. Να εφαρμόζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

  1. Απαγορεύσεις

 

Απαγορεύεται σε κάθε Εργαζόμενο ιδίως:

α. Η απασχόληση κατά τις ώρες εργασίας σε προσωπικές ή ξένες προς την εργασία ασχολίες. Οι εργαζόμενοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που επιθυμούν να ασκήσουν ιδιωτικό έργο πέραν του ωραρίου εργασίας τους υποχρεούνται να καταθέσουν αίτημα παροχής άδειας ασκήσεως ιδιωτικού έργου στο Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο και θα αποφασίσει σχετικά. Στο αίτημά τους οι εργαζόμενοι πρέπει να επεξηγούν λεπτομερώς το αντικείμενο του έργου που επιθυμούν να αναλάβουν. Το Διοικητικό Συμβούλιο εξετάζει το αντικείμενο του έργου αναφορικά με τα όσα ορίζει ο Κανονισμός Προσωπικού και η σύμβαση εργασίας μεταξύ της Εταιρείας και του εργαζόμενου.

β. Κάθε απασχόληση ή συμμετοχή, με ή χωρίς αμοιβή, σε ομοειδείς ή ανταγωνιστικές προς την Εταιρεία επιχειρήσεις, ή/και σε κάθε δραστηριότητα ανταγωνιστική.

γ. Να δέχεται δώρα ή να εξασφαλίζει άμεσα ή έμμεσα υπέρ αυτού ή των οικείων του ωφελήματα κάθε φύσεως από την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων.

δ. Να παρέχει οποιαδήποτε πληροφορία για υποθέσεις της Εταιρείας, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και έγκριση από τα αρμόδια όργανά της.

ε. Απαγορεύεται η γνωστοποίηση σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο (µέλος του προσωπικού ή µη) του ατοµικού µυστικού κώδικα πρόσβασης σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή συνδυασµού χρηµατοκιβωτίου. Σε περίπτωση που γίνει γνωστός οποιοσδήποτε προσωπικός κώδικας ή συνδυασµός, τότε θα πρέπει αυτός αµέσως να αλλάζει.

 

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

 

  1. Πειθαρχικά αδικήματα

 

Πειθαρχικό αδίκημα αποτελεί κάθε υπαίτια παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος που μπορεί να καταλογιστεί.

Το υπηρεσιακό καθήκον προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις του Προσωπικού, εντός και εκτός της Εταιρείας, όπως αυτές προκύπτουν από τις κείμενες διατάξεις, εγκυκλίους, οδηγίες, ανακοινώσεις και κανονισμούς, συμπεριλαμβανομένου του παρόντος Κανονισμού.

 

  1. Πειθαρχικές ποινές

 

Οι πειθαρχικές ποινές είναι οι εξής:

α. Έγγραφη επίπληξη.

β. Χρηματικό πρόστιμο ύψους ενός τετάρτου (¼) των ημερήσιων τακτικών αποδοχών, επιβαλλόμενο για διάστημα από μία (1) μέχρι τριάντα (30) ημέρες.

γ. Προσωρινή παύση από δέκα (10) ημέρες μέχρι τέσσερις (4) μήνες.

 

  1. Περιορισμός προστίμου

 

Το ποσό που παρακρατείται από τις αποδοχές κάποιου εργαζομένου για την είσπραξη προστίμων δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ένα όγδοο (1/8) των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του. Αν το πρόστιμο είναι μεγαλύτερο, το επιπλέον ποσό παρακρατείται, με τον πιο πάνω περιορισμό, από τις αποδοχές του επόμενου μήνα ή των επόμενων μηνών.

 

  1. Συνέπειες προσωρινής παύσης

 

Ο εργαζόμενος, που εκτίει ποινή προσωρινής παύσης, δεν δικαιούται να εργαστεί και στερείται του συνόλου των τακτικών αποδοχών του.

Κατ’ εξαίρεση, με ειδικώς αιτιολογημένη απόφασή του, το Πειθαρχικό Συμβούλιο δικαιούται να αποφασίσει, ανάλογα με τη φύση του αδικήματος, την καταβολή μέρους των αποδοχών, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ξεπεράσει το μισό (1/2) αυτών.

Απαγορεύεται απόλυτα η καταβολή οποιουδήποτε ποσού αποδοχών στις περιπτώσεις που η ποινή της προσωρινής παύσης επιβλήθηκε για κάποιο από τα παρακάτω αδικήματα:

α. Δωροδοκία ή δωροληψία για χάρη πράξεως ή παραλείψεως που αφορά την Υπηρεσία και έγινε ή πρόκειται να γίνει, έστω και χωρίς παράβαση Κανονισμών.

β. Συμμετοχή σε δραστηριότητες που επιφέρουν κέρδος από την εκμετάλλευση εργασιών της υπηρεσίας, έστω και χωρίς παράβαση Κανονισμών.

γ. Αυτόβουλη εγκατάλειψη θέσης από την οποία προκλήθηκε ή ήταν δυνατό να προκληθεί δυσχέρεια στην Υπηρεσία.

δ. Πράξεις κατάχρησης, κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης, πλαστογραφίας, εκβίασης, απιστίας και ψευδομαρτυρίας, ανεξάρτητα από ποινική δίωξη.

 

  1. Αδικήματα που τιμωρούνται με έγγραφη επίπληξη

 

Με την πειθαρχική ποινή της έγγραφης επίπληξης τιμωρούνται ιδίως τα εξής πειθαρχικά αδικήματα.

α. Καθυστέρηση προσέλευσης στην εργασία ή πρόωρη αποχώρηση, από την οποία δεν προκλήθηκε υπηρεσιακή δυσχέρεια ή ζημία στην Εταιρεία.

β. Συμπεριφορά που δεν συνάδει με την υπαλληλική ή συναδελφική ιδιότητα προς οιονδήποτε συνάδελφο, μη σοβαρής μορφής.

γ. Αμέλεια, όχι βαριά, στην εκτέλεση της εργασίας ή του καθήκοντος, από την οποία δεν προκλήθηκε, ούτε ήταν δυνατό να προκληθεί, καμία υπηρεσιακή δυσχέρεια ή ζημία στην Εταιρεία.

δ. Εκτέλεση εργασίας χωρίς την χρήση κατάλληλων / προβλεπόμενων ειδών ασφαλείας και εφόσον έχουν δοθεί στο προσωπικό τα εφόδια αυτά.

 

  1. Αδικήματα που τιμωρούνται με πρόστιμο μέχρι 15/4 επί των τακτικών ημερήσιων αποδοχών

 

Με την πειθαρχική ποινή του προστίμου από ένα (1) μέχρι δεκαπέντε τέταρτα (15/4) των τακτικών ημερήσιων αποδοχών τιμωρούνται ιδίως τα εξής πειθαρχικά αδικήματα:

α. Καθυστέρηση προσέλευσης στην εργασία ή πρόωρη αποχώρηση, από την οποία προκλήθηκε υπηρεσιακή δυσχέρεια ή ζημία στην Εταιρεία.

β. Συμπεριφορά που δεν συνάδει με την υπαλληλική ή συναδελφική ιδιότητα προς οιονδήποτε συνάδελφο, σοβαρής μορφής.

γ. Ανάρμοστη συμπεριφορά προς τρίτους κατά την εκτέλεση της εργασίας, μη σοβαρής μορφής.

δ. Αμέλεια στην εκπαίδευση.

ε. Αμέλεια, όχι βαριά, στην εκτέλεση της εργασίας ή του καθήκοντος, από την οποία προκλήθηκε, ή ήταν δυνατό να προκληθεί, μη σοβαρή υπηρεσιακή δυσχέρεια ή μικρή ζημία στην Εταιρεία.

στ. Αδικαιολόγητη υπέρβαση χορηγηθείσας άδειας επί μια (1) ημέρα.

 

  1. Αδικήματα που τιμωρούνται με πρόστιμο από 16/4 μέχρι 30/4 επί των τακτικών ημερήσιων αποδοχών

 

Με την πειθαρχική ποινή του προστίμου από δεκαέξι τέταρτα (16/4) μέχρι τριάντα τέταρτα (30/4) των τακτικών ημερήσιων αποδοχών τιμωρούνται ιδίως τα εξής πειθαρχικά αδικήματα:

α. Ανάρμοστη συμπεριφορά προς τρίτους κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, βαριάς μορφής. β. Αναξιοπρεπής συμπεριφορά.

γ. Παρέμβαση υπέρ ή κατά τρίτου, χωρίς αρμοδιότητα.

δ. Άρνηση παραλαβής υπηρεσιακού εγγράφου ή λήψης γνώση αυτού, με υπογραφή.

ε. Αδικαιολόγητη υπέρβαση χορηγηθείσας άδειας επί δύο (2) μέχρι τρεις (3) ημέρες.

στ. Αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετάβασης στη νέα θέση, σε περίπτωση μετάθεσης, επί δύο (2) μέχρι τρεις (3) ημέρες.

ζ. Αυθαίρετη απουσία από την εργασία επί δύο (2) μέχρι τρεις (3) ημέρες.

η. Κατανάλωση αλκοόλ εν ώρα υπηρεσίας.

 

  1. Αδικήματα που τιμωρούνται με προσωρινή παύση από δέκα (10) μέχρι και εξήντα (60) ημέρες

 

Με την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης από δέκα (10) μέχρι και εξήντα (60) ημέρες τιμωρούνται ιδίως τα εξής πειθαρχικά αδικήματα:

α. Αντιπειθαρχική συμπεριφορά προς τον Προϊστάμενο, μη σοβαρής μορφής.

β. Ανάρμοστη συμπεριφορά που δεν συνάδει με την υπαλληλική ή συναδελφική ιδιότητα, προς οποιονδήποτε συνάδελφο ή προς τρίτους κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, πολύ σοβαρής μορφής.

γ. Συμπεριφορά στην εργασιακή ζωή που θίγει σοβαρά την υπαλληλική αξιοπρέπεια.

δ. Γνωστοποίηση γεγονότων ή πληροφοριών που έχουν σχέση με την εκτέλεση της εργασίας.

ε. Αδικαιολόγητη υπέρβαση χορηγηθείσας άδειας επί τέσσερις (4) ημέρες μέχρι οκτώ (8) ημέρες.

στ. Αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετάβασης στη νέα θέση, σε περίπτωση μετάθεσης, επί τέσσερις (4) μέχρι οκτώ (8) ημέρες.

ζ. Αυθαίρετη απουσία από την εργασία επί τέσσερις (4) ημέρες μέχρι οκτώ (8) ημέρες.

η. Βαριά αμέλεια στην εκτέλεση της εργασίας ή του καθήκοντος, ή παράβαση Κανονισμών ή εντολών, από την οποία προκλήθηκε, ή ήταν δυνατό να προκληθεί, μικρή ζημία στην Εταιρεία ή σε τρίτο.

θ. Χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων για απόκτηση εύνοιας ή για πρόκληση ή ματαίωση εντολής της Εταιρείας.

ι. Μέθη σε ώρα υπηρεσίας.

ια. Ψευδής επίκληση ασθένειας.

 

 

  1. Αδικήματα που τιμωρούνται με προσωρινή παύση από εξήντα μία (61) ημέρες μέχρι και τέσσερις (4) μήνες

 

Με την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης από εξήντα μία (61) ημέρες μέχρι και τέσσερις (4) μήνες τιμωρούνται ιδίως τα εξής πειθαρχικά αδικήματα:

α. Αντιπειθαρχική συμπεριφορά προς τον Προϊστάμενο, σοβαρής μορφής.

β. Αντικανονική συμπεριφορά βαριάς μορφής έναντι ανωτέρων.

γ. Άρνηση εκτέλεσης εντολής, είτε χωρίς συνέπειες, είτε από την οποία προκλήθηκε, ή μπορούσε να προκληθεί, μικρή ζημία στην Εταιρεία ή σε τρίτο.

δ. Δωροδοκία ή δωροληψία για πράξη ή παράλειψη που έγινε ή πρόκειται να γίνει, η οποία αφορά στην εργασία.

ε. Αδικαιολόγητη υπέρβαση χορηγηθείσας άδειας επί εννέα (9) μέχρι δεκαπέντε (15) ημέρες.

στ. Αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετάβασης στη νέα θέση σε περίπτωση μετάθεσης, επί εννέα (9) μέχρι δεκαπέντε (15) ημέρες.

ζ. Αυθαίρετη απουσία από την εργασία επί εννέα (9) μέχρι δεκαπέντε (15) ημέρες.

η. Προφορική ή γραπτή αναφορά ή κατάθεση σε διοικητικές ανακρίσεις ψευδών γεγονότων.

θ. Από πρόθεση παράβαση Κανονισμών ή εντολών, από την οποία προκλήθηκε, ή ήταν δυνατό να προκληθεί μικρή ζημία στην Εταιρεία ή σε τρίτο.

ι. Αμέλεια στην εκτέλεση της εργασίας ή του καθήκοντος, ή παράβαση Κανονισμών ή εντολών, από την οποία προκλήθηκε, ή ήταν δυνατό να προκληθεί, σοβαρή ζημία στην Εταιρεία ή σε τρίτο.

ια. Μη αντικειμενική έκθεση του Προϊσταμένου για το προσωπικό που υπάγεται σε αυτόν.

ιβ. Άρνηση μαρτυρίας ή παροχής σαφών και κατηγορηματικών πληροφοριών σε υπόθεση που έχει σχέση με την εργασία ή ενδιαφέρει την Εταιρεία.

 

  1. Σχέση πειθαρχικού ελέγχου και απόλυσης

 

Η απόλυση δεν αποτελεί πειθαρχική ποινή και είναι ανεξάρτητη προς την πειθαρχική διαδικασία (η προσφυγή στην οποία δεν αποτελεί προαπαιτούμενο ή προϋπόθεση του κύρους της απόλυσης), διότι με την απόλυση απομακρύνεται ο εργαζόμενος, η εξακολούθηση της εργασιακής σχέσης του οποίου δεν μπορεί καλοπίστως και ευλόγως να απαιτηθεί από το μέσο καλόπιστο εργοδότη, ενώ με την πειθαρχική διαδικασία επιδιώκεται ιδίως ο συνετισμός του εργαζομένου, ακριβώς επειδή η εξακολούθηση της εργασιακής του σχέσης μπορεί καλοπίστως και ευλόγως να απαιτηθεί από το μέσο καλόπιστο εργοδότη.

 

  1. Επιβαρυντικές περιπτώσεις – Ελαφρυντικά στοιχεία

 

Η συστηματική ή κατ’ εξακολούθηση διάπραξη αδικήματος θεωρείται ως επιβαρυντική περίπτωση για την επιμέτρηση της ποινής.

Η διάπραξη του ίδιου αδικήματος ή συγγενούς ή ανάλογου ή παρόμοιου με αδίκημα για το οποίο έχει ήδη τιμωρηθεί ο υπαίτιος (υποτροπή), θεωρείται ως ιδιαίτερα επιβαρυντική περίπτωση για την επιμέτρηση της ποινής.

Η υποτροπή είναι δυνατόν να επισύρει την ποινή του αμέσως επόμενου άρθρου από εκείνο που προβλέπει το πειθαρχικό αδίκημα, στην περίπτωση που για το προηγούμενο παράπτωμα επιβλήθηκε η ανώτατη ποινή που προβλέπεται από το οικείο άρθρο. Κατά την ίδια διαδικασία είναι δυνατόν να επιβληθεί ποινή του μεθεπόμενου άρθρου κ.ο.κ..

Η υποτροπή δεν έχει τις συνέπειες των δύο προηγούμενων παραγράφων, αν από την Κοινοποίηση της απόφασης που επέβαλε την ποινή μέχρι τη διάπραξη του νέου αδικήματος πέρασε χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών.

Το αρμόδιο για την κρίση του αδικήματος όργανο, αν διαπιστώσει την ύπαρξη ειδικών ελαφρυντικών στοιχείων, δύναται, αντί της ποινής του άρθρου που τυχόν προβλέπει το αδίκημα, να επιβάλει ποινή του αμέσως προηγούμενου άρθρου. Στην περίπτωση αυτή, τα ειδικά ελαφρυντικά στοιχεία πρέπει απαραίτητα να αναφέρονται ρητά στη σχετική απόφαση επιβολής ποινής.

 

  1. Παραγραφή πειθαρχικών αδικημάτων

 

Τα πειθαρχικά αδικήματα παραγράφονται, δηλαδή δεν δικάζονται και παραμένουν ατιμώρητα, αν δεν κινηθεί πειθαρχική δίωξη εντός τριών (3) ετών από τη διάπραξή τους.

Πειθαρχικό αδίκημα, που είναι ταυτόχρονα και ποινικό, δεν παραγράφεται πριν από την παρέλευση του χρόνου παραγραφής που προβλέπεται για το ποινικό. Στις περιπτώσεις αυτές, οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας διακόπτουν την παραγραφή του πειθαρχικού αδικήματος.

Η παραγραφή πειθαρχικού αδικήματος διακόπτεται με τη διάπραξη άλλου πειθαρχικού αδικήματος, που αποσκοπεί στην απόκρυψη του πρώτου ή στη ματαίωση της κίνησης πειθαρχικής δίωξής του.

Πειθαρχικό αδίκημα που έχει παραγραφεί είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής άλλου πειθαρχικού αδικήματος, αν το δεύτερο αδίκημα διαπράχθηκε προ της παραγραφής του πρώτου.

 

  1. Σχέση πειθαρχικής με Ποινική δίκη

 

Η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από οποιαδήποτε άλλη δίκη.

Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική, είναι όμως δυνατό το αρμόδιο για την επιβολή της ποινής όργανο να διατάξει την αναστολή της για εξαιρετικούς λόγους, με απόφαση που δύναται ελεύθερα να ανακληθεί οποτεδήποτε.

Γεγονότα, που η ύπαρξη ή η ανυπαρξία τους διαπιστώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη στην πειθαρχική δίκη, όπως και στην ποινική.

 

  1. Συρροή αδικημάτων και ποινών

 

Για το ίδιο πειθαρχικό αδίκημα δεν ασκείται πειθαρχική δίωξη για δεύτερη φορά.

Για την ίδια πράξη επιβάλλεται μια πειθαρχική ποινή, έστω και αν η πράξη αυτή περιέχει τα στοιχεία περισσότερων πειθαρχικών αδικημάτων.

Με την ίδια απόφαση επιβάλλεται μόνο μια ποινή.

 

  1. Λήξη πειθαρχικής ευθύνης

 

Αυτός που για οποιονδήποτε λόγο αποχώρησε από την εργασία δεν διώκεται πειθαρχικά, η πειθαρχική όμως δίκη που τυχόν είχε αρχίσει πριν από την αποχώρησή του συνεχίζεται και μετά τη λύση της εργασιακής σχέσης, με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου.

Πειθαρχική δίωξη που άρχισε, συνεχίζεται υποχρεωτικά μόνο μετά από αίτηση του εργαζομένου που αποχώρησε, η οποία υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την ημερομηνία της αποχωρήσεώς του.

 

  1. Δίωξη και τιμωρία των πειθαρχικών αδικημάτων

 

Η δίωξη και η τιμωρία του πειθαρχικού αδικήματος είναι καθήκον του οργάνου που είναι αρμόδιο για την επιβολή ποινής. Τυχόν παράλειψη τέτοιας δίωξης και τιμωρία συνιστά πειθαρχικό αδίκημα του οργάνου αυτού.

Κατ’ εξαίρεση, μόνο για αδικήματα που δεν δικαιολογούν ποινή βαρύτερη της επίπληξης, η δίωξη εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων οργάνων αυτό, τα οποία λαμβάνουν υπόψη αφ’ ενός το συμφέρον της Εταιρείας και αφ’ ετέρου τη διαγωγή του παραπεμπόμενου εργαζομένου, στην εργασία και εκτός αυτής.

Στην τιμωρία το αρμόδιο όργανο κατέχει διακριτική εξουσία ως προς την επιμέτρηση της ποινής, αφού λάβει υπόψη του και τα κριτήρια της προηγούμενης παραγράφου.

 

  1. Πειθαρχικώς Προϊστάμενοι – Αρμοδιότητα

 

Ως Πειθαρχικώς Προϊστάμενοι ορίζονται:

α. Ο Διευθύνων Σύμβουλος, για όλο το Προσωπικό.

β. Ο Προϊστάμενος Διεύθυνσης για κάθε υφιστάμενό του.

Οι Πειθαρχικώς Προϊστάμενοι δικαιούνται να επιβάλουν τις ποινές της επίπληξης και του προστίμου.

Η αρμοδιότητα των Πειθαρχικώς Προϊσταμένων είναι αμεταβίβαστη.

Οι Πειθαρχικώς Προϊστάμενοι ασκούν πειθαρχική δίωξη και δικάζουν αυτεπάγγελτα.

Αρμόδιος Πειθαρχικώς Προϊστάμενος είναι αυτός στον οποίο υπαγόταν ο εργαζόμενος κατά τον χρόνο τέλεσης του αδικήματος.

Αν περισσότεροι Πειθαρχικώς Προϊστάμενοι επιληφθούν ή δικαιούνται να επιληφθούν του ίδιου αδικήματος, αρμόδιος είναι όποιος κάλεσε πρώτος σε απολογία, εφόσον ανήκουν στην ίδια ιεραρχική βαθμίδα, άλλως ο ανώτερος μεταξύ των συναρμοδίων.

Η έκδοση οριστικής απόφασης από Πειθαρχικώς Προϊστάμενο αποκλείει την επανεκδίκαση της ίδιας υπόθεσης από άλλο Πειθαρχικώς Προϊστάμενο, έστω και ανώτερο από αυτόν που δίκασε.

 

  1. Πειθαρχικά Συμβούλια – Αρμοδιότητα

 

36.1 Αρμοδιότητα Πειθαρχικών Συμβουλίων

 

Τα Πειθαρχικά Συμβούλια είναι:

α. Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο.

β. Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο.

Τα Πειθαρχικά Συμβούλια δικαιούνται να επιβάλουν οποιαδήποτε ποινή, με σεβασμό στην αρχή της αναλογικότητας και τα εργασιακά δικαιώματα.

Τα Πειθαρχικά Συμβούλια είναι αρμόδια για την εκδίκαση αδικημάτων εκτός αρμοδιότητας των Πειθαρχικώς Προϊσταμένων.

Αμφότερα τα Πειθαρχικά Συμβούλια λειτουργούν και εδρεύουν στην έδρα της Εταιρείας.

Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι αρμόδιο γιο την εξέταση κάθε αίτησης αναθεώρησης κατά απόφασης του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.

 

36.2. Σύνθεση και Συγκρότηση Πειθαρχικών Συμβουλίων

 

Κάθε Πειθαρχικό Συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.

Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι τριμελές και αποτελείται από τον Διευθυντή του ελεγχόμενου ή σε περίπτωση που ελέγχεται Διευθυντής ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, τον Προϊστάμενο της Νομικής Υπηρεσίας και έναν (1) εργαζόμενο που υποδεικνύεται μετά από εκλογές μεταξύ των εργαζομένων. Αν δεν εκλεγεί εκπρόσωπος των εργαζομένων, τότε τούτο συνεδριάζει νομίμως και χωρίς την συμμετοχή αυτού.

Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι πενταμελές και αποτελείται:

α. Από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο ως Πρόεδρο. Τον Διευθύνοντα Σύμβουλο, κωλυόμενο ή απόντα, αναπληρώνει ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου.

β. Από ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου

γ. Από τον Προϊστάμενο της Νομικής Υπηρεσίας της Εταιρείας.

δ. Από έναν (1) υπάλληλο του Υπουργείου που εποπτεύει την Εταιρεία και φέρουν βαθμό Διευθυντή και υποδεικνύονται από τον αρμόδιο Υπουργό.

ε. Από έναν (1) εργαζόμενο που υποδεικνύεται μετά από εκλογές που διενεργούν οι εργαζόμενοι. Αν δεν εκλεγεί εκπρόσωπος των εργαζομένων, τότε τούτο συνεδριάζει νομίμως και χωρίς την συμμετοχή αυτού.

Τα υποδεικνυόμενα από τους εργαζομένους μέλη και ισάριθμα αναπληρωματικά, ορίζονται με επιστολή της Εφορευτικής Επιτροπής που διενεργεί τις εκλογές προς τον Διευθύνοντα Σύμβουλο. Αμφότεροι οι ορισμοί πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί πριν τις 20/12 κάθε έτους.

Αμφότερα τα Πειθαρχικά Συμβούλια συνεπικουρούνται από Γραμματέα.

Οι Εισηγητές και οι Γραμματείς των Πειθαρχικών Συμβουλίων και οι αναπληρωτές τους, ορίζονται από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο.

Η θητεία των μελών των Συμβουλίων είναι ετήσια, από 1/1 μέχρι 31/12 κάθε έτους, πλην όσων συμμετέχουν λόγω θέσεως, των Εισηγητών και των Γραμματέων. Κατά τη διάρκεια της θητείας δεν επιτρέπεται αντικατάσταση των μελών των Συμβουλίων χωρίς σοβαρή υπηρεσιακή αιτία, αυτής ελευθέρως εκτιμώμενης από το όργανο που είναι αρμόδιο για τη συγκρότησή τους. Η θητεία Συμβουλίου που έχει επιληφθεί πειθαρχικής υπόθεσης και δεν έχει αποφανθεί επ’ αυτής κατά τη διάρκεια της ετήσιας θητείας του, παρατείνεται κατά τον απολύτως αναγκαίο χρόνο για την έκδοση της αποφάσεώς του.

Τα μέλη των Συμβουλίων δεν δικαιούνται αμοιβής ή αποζημίωσης για τη συμμετοχή τους σ’ αυτά και τις συνεδριάσεις τους.

 

36.3. Συνεδριάσεις – Απαρτία – Πλειοψηφία

 

Κάθε Συμβούλιο συνέρχεται σε συνεδρίαση μετά από προηγούμενη έγγραφη πρόσκληση του Προέδρου του, στην οποία αναγράφονται τα θέματα (ημερήσια διάταξη), η ημέρα, η ώρα και ο τόπος της συνεδρίασης, ο οποίος πρέπει να είναι κάποιο γραφείο στην έδρα της Εταιρείας.

Οι συνεδριάσεις κάθε Συμβουλίου δεν είναι δημόσιες.

Σε όλες τις συνεδριάσεις κάθε Συμβουλίου τηρούνται πρακτικά, που υπογράφονται από τον Πρόεδρο, τα Μέλη και τον Γραμματέα.

Το Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο βρίσκεται σε απαρτία, αν παρίστανται τουλάχιστον δύο (2) από τα Μέλη του και το Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο βρίσκεται σε απαρτία, αν παρίστανται τουλάχιστον τρία (3) από τα Μέλη. Αν δεν επιτευχθεί απαρτία, η συνεδρίαση επαναλαμβάνεται είκοσι τέσσερις (24) ώρες αργότερα, στο ίδιο μέρος, χωρίς νέα πρόσκληση.

Κάθε Συμβούλιο αποφασίζει κατά πλειοψηφία επί των παρόντων και, σε περίπτωση ισοψηφίας, επικρατεί η άποψη στην οποία δόθηκε η ψήφος του Προέδρου.

Η ψηφοφορία είναι φανερή και είναι υποχρεωτικό να ψηφίσουν όλα τα παρόντα μέλη.

Αν κατά την ψηφοφορία σχηματισθούν περισσότερες από δύο γνώμες, τότε γίνεται ψηφοφορία για των αποκλεισμό των περισσότερων γνωμών, αρχής γενομένης από την ασθενέστερη. Αν περισσότερες από τις ασθενέστερες γνώμες συγκεντρώνουν ίσο αριθμό ψήφων, γίνεται ψηφοφορία για τον αποκλεισμό μιας από αυτές. Η διαδικασία αυτή εξαντλείται όταν σχηματισθεί πλειοψηφία.

 

36.4. Αίτηση εξαίρεσης

 

Δεν επιτρέπεται η συμμετοχή σε Πειθαρχικά Συμβούλια:

α. Κάθε εργαζομένου που έχει συγγένεια οιουδήποτε βαθμού με τον παραπεμπόμενο.

β. Κάθε εργαζομένου που, είτε ατομικά είτε ως μέλος συλλογικού οργάνου, συμμετείχε σε διοικητική εξέταση που τυχόν διενεργήθηκε για το συγκεκριμένο πειθαρχικό αδίκημα.

γ. Κάθε εργαζομένου που έκρινε το αδίκημα σε α’ βαθμό και εξέδωσε απόφαση, είτε ατομικά είτε ως μέλος συλλογικού οργάνου.

Ο παραπεμπόμενος δικαιούται να αιτηθεί την εξαίρεση ενός μέλους. Αν αιτηθεί την εξαίρεση περισσότερων, η αίτηση εξετάζεται μόνο ως προς το πρώτο από τα εκεί αναφερόμενα. Η αίτηση ασκείται με έγγραφη αναφορά προς τον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου στον οποίον εκκρεμεί η εκδίκαση του αδικήματος και οφείλει, επί ποινή απαραδέκτου, να περιέχει όλους τους λόγους της εξαίρεσης και τα γεγονότα που αποδεικνύουν την ύπαρξή τους. Ο Πρόεδρος διαβιβάζει αμέσως την αίτηση στο προς εξαίρεση μέλος, το οποίο υποχρεούται να αναφερθεί αμέσως εγγράφως στους λόγους εξαίρεσης. Το Πειθαρχικό συνέρχεται και συνεδριάζει, του υπό εξαίρεση μέλους αντικαθιστάμενου από μέλος που υποδεικνύει με απόφασή του το Διοικητικό Συμβούλιο, και αποφασίζει σε μυστική συνεδρίαση επί της αίτησης. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, το αναπληρωματικό μέλος παραμένει στη θέση του εξαιρεθέντος. Αν η αίτηση απορριφθεί, το αναπληρωματικό μέλος αποχωρεί και επανέρχεται αυτό του οποίου ζητήθηκε η εξαίρεση. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις και υπό την προαναφερθείσα σύνθεση, το Συμβούλιο συνεχίζει περαιτέρω την εκδίκαση του αδικήματος.

Κάθε μέλος Πειθαρχικού Συμβουλίου που εκτιμά ότι υφίσταται λόγος εξαίρεσής του, οφείλει να αναφέρει σχετικά στο Συμβούλιο, αυτό δε, αφού συμπληρωθεί σύμφωνα με τα παραπάνω, αποφασίζει σχετικά.

Για την όλη διαδικασία, κατά το παρόν άρθρο συντάσσεται ιδιαίτερο πρακτικό, στο οποίο καταχωρείται η απόφαση του Συμβουλίου.

Δεν γίνεται δεκτή αίτηση εξαίρεσης μέλους Συμβουλίου που έχει συγκροτηθεί ειδικά σύμφωνα με το παρόν άρθρο και συνέρχεται για κρίση της αίτησης εξαίρεσης.

 

36.5. Διαπίστωση τέλεσης αδικήματος

 

Ο Προϊστάμενος, σε γνώση του οποίου περιήλθαν με οιονδήποτε τρόπο σοβαρές υπόνοιες περί τέλεσης πειθαρχικού αδικήματος, οφείλει να προβεί αμέσως σε προκαταρκτική άτυπη συλλογή πληροφοριών και στοιχείων για το αδίκημα και τις συνθήκες τέλεσής του.

Αν ο διενεργήσας την προκαταρκτική εξέταση δεν κατέχει πειθαρχική δικαιοδοσία, υποβάλλει ιεραρχικά στον Προϊστάμενό του, που κατέχει πειθαρχική δικαιοδοσία, το φάκελο που σχηματίσθηκε. Σε αντίθετη περίπτωση, τον κρατεί ο ίδιος.

Ο κατά την προηγούμενη παράγραφο προϊστάμενος που κατέχει πειθαρχική δικαιοδοσία, αν κρίνει ότι δεν υφίσταται περίπτωση πειθαρχικής δίωξης, τερματίζει την υπόθεση, με έκθεσή του που υποβάλλεται με τον φάκελο στον αμέσως ανώτερο Πειθαρχικώς Προϊστάμενο, ο οποίος είναι αρμόδιος είτε να τερματίσει οριστικά την υπόθεση είτε να διατάξει νέα εξέταση. Αν αντιθέτως κρίνει ότι προκύπτει πειθαρχική ευθύνη, καλεί τον υπαίτιο σε απολογία και επιβάλλει την πρέπουσα ποινή, εκτός αν κρίνει ότι για το αδίκημα πρέπει να επιβληθεί ποινή μεγαλύτερη από τη δικαιοδοσία του, οπότε υποβάλει τον φάκελο στον αμέσως ανώτερο αυτού Πειθαρχικώς Προϊστάμενό του. Αν κριθεί ότι η υπόθεση είναι της δικαιοδοσίας Πειθαρχικού Συμβουλίου, η υπόθεση παραπέμπεται σε αυτό.

Ο Πειθαρχικώς Προϊστάμενος, που διενήργησε την εξέταση, δεν δικαιούται να μετάσχει του αρμόδιου για την εκδίκαση του αδικήματος Πειθαρχικού Συμβουλίου.

 

36.6. Κλήση σε απολογία

 

Κανένας εργαζόμενος δεν τιμωρείται χωρίς να απολογηθεί.

Η κλήση σε απολογία είναι έγγραφη και πρέπει να καθορίζει με την αποδιδόμενη πράξη, το αδίκημα που στοιχειοθετεί και την προθεσμία υποβολής της απολογίας, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των έξι (6) εργάσιμων ημερών.

Η οποιαδήποτε τυχόν εξέταση του υπαίτιου κατά οποιοδήποτε στάδιο δεν αναπληρώνει την κλήση του σε απολογία.

Μετά την κλήση σε απολογία, η υπόθεση πρέπει να τερματισθεί με σχετική απόφαση, η οποία κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο.

Η έγγραφη κλήση σε απολογία επιδίδεται κατά τα οριζόμενα στις σχετικές διατάξεις του Κανονισμού.

 

36.7. Απολογία

 

Η απολογία είναι προφορική ή έγγραφη, ανάλογα με το τι επιλέγει ο απολογούμενος, υποβάλλεται δε εντός της προθεσμίας που ορίζεται σε αυτήν. Η μη εμπρόθεσμος υποβολή απολογίας ισοδυναμεί με άρνηση απολογίας.

Για την προφορική απολογία συντάσσεται πρακτικό που υπογράφει ο απολογούμενος. Άρνηση υπογραφής ισοδυναμεί με άρνηση απολογίας.

Η άρνηση απολογίας δεν τεκμαίρει ομολογία του αποδιδόμενου αδικήματος.

 

36.8. Παραπομπή σε Πειθαρχικό Συμβούλιο

 

Για την παραπομπή υπόθεσης στο αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίζει ο Διευθύνων Σύμβουλος.

Η απόφαση για την παραπομπή ανακοινώνεται εγγράφως στον διωκόμενο.

 

36.9. Σύγκληση Πειθαρχικού Συμβουλίου

 

Κάθε Πειθαρχικό Συμβούλιο συγκαλείται από τον Πρόεδρό του. Ο τόπος, η χρονολογία και η ώρα της συνεδρίασης γνωστοποιούνται στα Μέλη και στον παραπεμπόμενο τουλάχιστον 48 ώρες νωρίτερα.

Ο παραπεμπόμενος οφείλει να παρευρίσκεται στον τόπο της συνεδρίασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά την ημέρα που συζητείται η υπόθεσή του. Η Εταιρεία τον διευκολύνει, παρέχοντάς του την απαιτούμενη άδεια.

Ο παραπεμπόμενος δικαιούται να παραστεί μετά ή διά Δικηγόρου.

Αν η απουσία του παραπεμπομένου από το Συμβούλιο οφείλεται σε υπαιτιότητά του ή/και στέρηση της προσωπικής του ελευθερίας ή/και ασθένειά του, σχετικά με την οποία δεν βεβαιώνεται από νόμιμα εκδοθέν ιατρικό πιστοποιητικό ότι θα έχει λήξει εντός δεκαημέρου, η εκδίκαση της υπόθεσης προχωρά. Σε αντίθετη περίπτωση, το Συμβούλιο μπορεί να αναβάλει μια μόνο φορά την εκδίκαση, οπότε ορίζει ταυτόχρονα νέα ημέρα συνεδρίασης μέσα σε δεκαπέντε (15) ημερολογιακές ημέρες. Στη μετ’ αναβολή συνεδρίαση η υπόθεση εκδικάζεται, ακόμη κι αν απουσιάζει ή δεν εκπροσωπείται ο παραπεμπόμενος και ανεξαρτήτως του λόγου της απουσίας του.

 

36.10. Συζήτηση ενώπιον Πειθαρχικού Συμβουλίου

 

Κατά τη συζήτηση της πειθαρχικής υπόθεσης ενώπιον Συμβουλίου, αναγιγνώσκονται όλα τα έγγραφα που περιέχονται στο σχετικό πειθαρχικό φάκελο (παραπεμπτική πρόταση, απολογία του διωκομένου, καταθέσεις, κτλ.), καθώς και κάθε άλλο έγγραφο που εισφέρει ο παραπεμπόμενος ή/και έχει περιέλθει σε γνώση του Συμβουλίου με οιονδήποτε άλλο τρόπο.

Το Συμβούλιο εξετάζει τον παραπεμπόμενο, εφόσον είναι παρών.

Το Συμβούλιο εξετάζει και κάθε μάρτυρα που προτείνει ο παραπεμπόμενος, αλλά όχι περισσότερους από δύο (2).

 

36.11. Προθεσμία συζήτησης υποθέσεων

 

Όλες οι υποθέσεις που παραπέμπονται στο όποιο Πειθαρχικό Συμβούλιο πρέπει να συζητούνται μέσα σε 60 ημέρες από την κοινοποίηση της περί παραπομπής απόφασης του Διευθύνοντος Συμβούλου στον παραπεμπόμενο.

Παράταση της παραπάνω προθεσμίας επιτρέπεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μόνο με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου κατόπιν αιτιολογημένης πρότασης του Προέδρου του οικείου Πειθαρχικού Συμβουλίου.

 

36.12. Εξουσίες Συμβουλίου

 

Κάθε Πειθαρχικό Συμβούλιο ερευνά την υπόθεση στην ουσία της και δύναται να διατάξει νέες αποδείξεις και να ζητήσει νέες πληροφορίες που θεωρεί αναγκαίες.

 

36.13. Παραβάσεις πειθαρχικής διαδικασίας

 

Οποιαδήποτε παράβαση ή αταξία σχετικά με την πειθαρχική διαδικασία, που έλαβε χώρα μέχρι την ημέρα εκδίκασης της υπόθεσης από το όποιο Πειθαρχικό Συμβούλια, πρέπει να προβάλλεται από τον παραπεμπόμενο το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο Συμβούλιο, διαφορετικά δεν γίνεται δεκτή. Η αναφορά πρέπει να είναι έγγραφη, εάν υποβλήθηκε προ της συνεδρίασης, ενώ κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης μπορεί να είναι και προφορική, καταχωρούμενη υποχρεωτικά στα πρακτικά.

 

  1. Λήψη απόφασης

 

Μετά το πέρας της συζήτησης της υποθέσεως το Συμβούλιο αποφαίνεται:

α. πρωταρχικά επί του εάν ο παραπεμπόμενος τέλεσε ή όχι την αποδιδόμενη πράξη,

β. σε καταφατική περίπτωση, επί του χαρακτηρισμού του αδικήματος και του άρθρου του Κανονισμού που το προβλέπει και το τιμωρεί και

γ. επί της ποινής που πρέπει να επιβληθεί.

Κάθε πειθαρχική απόφαση είναι έγγραφη και πρέπει υποχρεωτικά να περιλαμβάνει:

α. Τον τόπο και τη χρονολογία έκδοσής της.

β. Τα ονοματεπώνυμο και τις ιδιότητες αυτών που εκδίκασαν την υπόθεση και αυτού που κρίθηκε.

γ. Το πειθαρχικό αδίκημα που αποδόθηκε στον παραπεμπόμενο, τον χρόνο και τον τόπο διάπραξής του.

δ. Την απολογία και, περιληπτικώς, την τυχόν προφορική αυτής υποστήριξη, ή τη ρητή ή σιωπηρή άρνηση απολογίας, καθώς και την κλήση ή μη κλήση σε προφορική ανάπτυξη της απολογίας.

ε. Την αιτιολογία της καταδίκης ή της απαλλαγής, συγκεκριμένα το χαρακτηρισμό του αδικήματος, τα άρθρα του Κανονισμού στα οποία θεμελιώνεται η απόφαση, τα στοιχεία που αποδείχθηκαν και από τα οποία προκύπτει ότι ο παραπεμπόμενος υπέπεσε πράγματι στο αδίκημα που του αποδόθηκε, ή ότι συντρέχει λόγος απαλλαγής του, και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο απαραίτητο για τη θεμελίωσή της.

στ. Αν λήφθηκε ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία προκειμένου για πολυμελή δικαιοδοσία.

ζ. Την αθώωση αυτού που κρίθηκε ή την ποινή που του επιβλήθηκε.

Αναιτιολόγητες αποφάσεις Πειθαρχικού Συμβουλίου δύνανται να αναπέμπονται από το Διευθύνοντα Σύμβουλο στο ίδιο Συμβούλιο που τις εκδίκασε για επανεξέταση της υπόθεσης.

Η πειθαρχική απόφαση, αν μεν εκδίδεται από Πειθαρχικώς Προϊστάμενο, υπογράφεται από αυτόν, αν δε εκδίδεται από Πειθαρχικό Συμβούλιο, υπογράφεται από τον Πρόεδρο και το Γραμματέα του.

Οι πειθαρχικές αποφάσεις είναι υποχρεωτικές για την Εταιρεία.

 

  1. Συνεργοί – Ηθικοί Αυτουργοί

 

Οι συνεργοί και οι ηθικοί αυτουργοί στη διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος τιμωρούνται όπως και οι κύριοι παραβάτες.

Θεωρείται συνεργός και εκείνος που, έχοντας υποχρέωση να αναφέρει το αδίκημα, παρέλειψε να το πράξει.

 

  1. Συμψηφισμός προφυλάκισης ή φυλάκισης με προσωρινή παύση

 

Η ποινή προσωρινής παύσης, που επιβλήθηκε για αδίκημα το οποίο προκάλεσε και ποινική δίωξη, συμψηφίζεται με τον χρόνο της προφυλάκισης ή της φυλάκισης για την ίδια αιτία.

 

  1. Εκτέλεση πειθαρχικών αποφάσεων

 

Η εκτέλεση των αποφάσεων των πολυμελών πειθαρχικών οργάνων και του Διευθύνοντος Συμβούλου γίνεται με τη φροντίδα της αρμόδιας, κατά περίπτωση, Διεύθυνσης.

Η εκτέλεση των αποφάσεων των μονομελών πειθαρχικών δικαιοδοσιών, πλην των αναφερομένων στην προηγούμενη παράγραφο, γίνεται με μέριμνά τους.

Η εκτέλεση των αποφάσεων γίνεται σε έναν μήνα από την τελεσιδικία αυτών.

Αντίγραφο της πειθαρχικής απόφασης κοινοποιείται στον κριθέντα, στη Διεύθυνση που εργάζεται και στη Διεύθυνση Σχεδιασμού και Διοίκησης.

 

  1. Αποφάσεις υποκείμενες σε αναθεώρηση

 

Σε αναθεώρηση υπόκεινται:

α. Οι αποφάσεις των Πειθαρχικώς Προϊσταμένων, πλην του Διευθύνοντος Συμβούλου, που επιβάλλουν ποινή προστίμου.

β. Οι αποφάσεις ενός εκ των Πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών Συμβουλίων που επιβάλλουν ποινή προσωρινής παύσης μεγαλύτερης των δέκα (10) ημερών.

Μη προσήκουσα σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου αποτελεί λόγο αναθεώρησης, ανεξάρτητα από την ποινή που επιβλήθηκε.

 

41.1. Δικαιούμενοι να υποβάλουν αίτηση αναθεώρησης

 

Δικαίωμα υποβολής αίτησης αναθεώρησης έχουν:

α. Αυτός που τιμωρήθηκε.

β. Κατά αποφάσεων μονομελών δικαιοδοσιών, κάθε ανώτερος πειθαρχικώς αυτού που εξέδωσε την απόφαση που προσβάλλεται

γ. Κατά αποφάσεων Πρωτοβάθμιου Συμβουλίου, ο Διευθύνων Σύμβουλος.

 

41.2. Προθεσμία υποβολής αίτησης αναθεώρησης

 

Η προθεσμία άσκησης αίτησης αναθεώρησης είναι δεκαπενθήμερη και αρχίζει:

α. Στην περίπτωση άσκησης αυτής από τον τιμωρηθέντα, από την ημερομηνία που του κοινοποιήθηκε η απόφαση.

β. Στις λοιπές περιπτώσεις, από την κοινοποίηση ιεραρχικά της απόφασης στην αρμόδια Διεύθυνση ή στη Διεύθυνση Σχεδιασμού και Διοίκησης κατά περίπτωση.

Αν παρέλθει άπρακτη η παραπάνω προθεσμία, η πειθαρχική απόφαση γίνεται τελεσίδικη και εκτελεστέα. Όμως, κατά τη διάρκεια της παραπάνω προθεσμίας η απόφαση του α’ βαθμού τελεί υπό αναστολή, η οποία παρατείνεται μέχρι την εκδίκαση της αίτησης αναθεώρησης, αν τέτοια ασκηθεί.

 

41.3. Άσκηση αίτησης αναθεώρησης

 

Η αίτηση αναθεώρησης κατατίθεται, με απόδειξη:

α. Από τον τιμωρηθέντα, στη Διεύθυνση όπου εργάζεται.

β. Από τον πειθαρχικώς ανώτερο, ασκείται με αναφορά του προς τον αρμόδιο να κρίνει αυτή, Πειθαρχικώς Προϊστάμενο.

γ. Από το Διευθύνοντα Σύμβουλο, με έγγραφο προς τον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.

 

41.4. Διαδικασία εκδίκασης αίτησης αναθεώρησης

 

Η πειθαρχική απόφαση με το σχετικό φάκελο και η ασκηθείσα αίτηση αναθεώρησης αποστέλλεται αμέσως στο αρμόδιο για την εκδίκαση της αίτησης αναθεώρησης πειθαρχικό όργανο, που επίσης οφείλει να επιληφθεί αυτής το ταχύτερο.

Αρμόδιο όργανο για την εξέταση της αίτησης αναθεώρησης είναι:

α. Αν επιβλήθηκε ποινή προστίμου:

α.1 Αν η αίτηση ασκήθηκε από τον τιμωρηθέντα, ο αμέσως ανώτερος Πειθαρχικώς Προϊστάμενος αυτού που εξέδωσε την απόφαση.

α.2 Αν η αίτηση ασκήθηκε από τον αμέσως ανώτερο Πειθαρχικώς Προϊστάμενο αυτού που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, από τον αμέσως ανώτερο αυτού Πειθαρχικώς Προϊστάμενο.

α.3 Αν η αίτηση ασκήθηκε από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο, από το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο.

β. Αν επιβλήθηκε ποινή προσωρινής παύσης μεγαλύτερης των δέκα (10) ημερών, το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο.

Τα αρμόδια όργανα που εκδικάζουν αίτηση αναθεώρησης:

α. Εφόσον η αίτηση ασκήθηκε μόνον από τον τιμωρηθέντα, δεν δικαιούνται να χειροτερεύσουν τη θέση του.

β. Σε κάθε άλλη περίπτωση εξετάζουν την υπόθεση από την αρχή, δικαιούμενα τόσο να λάβουν υπόψη ακόμη και στοιχεία που δεν είχαν τεθεί υπόψη του αρμοδίου οργάνου στον α’ βαθμό, όσο και να επιβάλουν οποιαδήποτε ποινή της δικαιοδοσίας τους, ακόμη και βαρύτερη αυτής του α’ βαθμού.

 

41.5. Αναπομπή υπόθεσης στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο

 

Σε περίπτωση που γίνει δεκτή αίτηση αναθεώρησης για κακή σύνθεση του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, το Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο αναπέμπει την υπόθεση στο Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο για νέα εκδίκασή της.

 

  1. Αργία

 

42.1. Αυτοδίκαιη Θέση σε αργία

 

Τίθεται αυτοδίκαια σε αργία:

α) Ο υπάλληλος ο οποίος στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία, ύστερα από ένταλμα προσωρινής κράτησης ή δικαστική απόφαση, έστω και αν απολύθηκε με εγγύηση.

β) Ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε η ποινή της οριστικής παύσης. Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση της πειθαρχικής απόφασης και λήγει την τελευταία ημέρα της προθεσμίας άσκησης προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή την ημέρα που δημοσιεύθηκε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον έχει ασκηθεί προσφυγή.

Ο υπάλληλος επανέρχεται αυτοδίκαια στα καθήκοντά του, εάν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο έχει τεθεί σε αργία.

Η διαπιστωτική πράξη θέσης σε αργία ή επανόδου εκδίδεται από το αρμόδιο για το διορισμό όργανο.

 

42.2. Δυνητική θέση σε αργία

 

Αν συντρέχουν λόγοι δημόσιου συμφέροντος μπορεί να τίθεται σε αργία ο υπάλληλος, κατά του οποίου:

α) Έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για αδίκημα το οποίο μπορεί να επισύρει την έκπτωση από την υπηρεσία. Ειδικά, προκειμένου για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος ο υπάλληλος μπορεί να τίθεται σε αργία εφόσον έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο για το αδίκημα αυτό.

β) Έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα, το οποίο μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης

γ) Υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για έκνομη διαχείριση, οι οποίες στηρίζονται σε έκθεση της προϊσταμένης αρχής ή αρμόδιου επιθεωρητή.

Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος και πριν γνωμοδοτήσει το Πειθαρχικό Συμβούλιο, μπορεί να επιβληθεί στον υπάλληλο από το ανώτατο μονοπρόσωπο όργανο διοίκησης του φορέα όπου υπηρετεί το μέτρο της αναστολής άσκησης των καθηκόντων του.

Μέσα σε τριάντα (30) ημέρες το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνέρχεται και γνωμοδοτεί για τη θέση του εργαζόμενου σε αργία. Η αναστολή άσκησης των καθηκόντων αίρεται αυτοδικαίως, εάν το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν γνωμοδοτήσει για τη θέση σε αργία εντός της ανωτέρω προθεσμίας.

Η πράξη, με την οποία ο υπάλληλος τίθεται σε δυνητική αργία ή επαναφέρεται στα καθήκοντά του, εκδίδεται από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο ή το εξουσιοδοτημένο από αυτόν υπηρεσιακό όργανο. Για τη θέση του εργαζόμενου σε αργία απαιτείται προηγούμενη ακρόαση αυτού από το πειθαρχικό συμβούλιο.

Μετά την πάροδο έτους από τη θέση σε αργία, το πειθαρχικό συμβούλιο υποχρεούται να γνωμοδοτήσει για τη συνέχιση ή μη της αργίας, άλλως η αργία αίρεται. Σε κάθε περίπτωση, η αργία αίρεται αυτοδικαίως μετά την πάροδο διετίας από την έκδοση της απόφασης θέσεως του εργαζόμενου σε αργία.

Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση στον υπάλληλο της σχετικής πράξης. Ο υπάλληλος επανέρχεται στα καθήκοντά του από την κοινοποίηση της πράξης επαναφοράς ή αυτοδίκαια από την τελεσιδικία της ποινικής απόφασης που δεν συνεπάγεται έκπτωση ή της πειθαρχικής απόφασης, η οποία δεν επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσης ή από τη συμπλήρωση της διετίας κατά την προηγούμενη παράγραφο.

 

42.3. Αργία σε περίπτωση κατάφωρου αδικήματος

 

Σε περίπτωση κατάφωρου αδικήματος, ο εργαζόμενος είναι δυνατόν να τεθεί αμέσως σε αργία από τον αρμόδιο πειθαρχικώς Προϊστάμενο, μόλις αυτός αντιληφθεί ή πληροφορηθεί το αδίκημα τούτο και εφόσον κρίνει ότι αυτό επιβάλλεται για την ομαλή εκτέλεση των εργασιών της Εταιρείας.

Ο Πειθαρχικώς Προϊστάμενος, στην περίπτωση αυτή, οφείλει να αναφέρει, χωρίς καμία καθυστέρηση, ιεραρχικά τη θέση σε αργία στη Διοίκηση (Διευθύνοντα Σύμβουλο), η οποία δικαιούται να αποφασίσει την επαναφορά του εργαζομένου στη εργασία.

Η επαναφορά στην εργασία γίνεται με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου.

Ο χρόνος της αργίας σε περίπτωση κατάφωρου αδικήματος δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος των 30 ημερών.

 

42.4. Συνέπειες αργίας

 

Ο υπάλληλος ο οποίος τελεί σε κατάσταση αργίας απέχει από την άσκηση των κύριων και παρεπόμενων καθηκόντων του.

Στον υπάλληλο που τελεί σε κατάσταση αργίας καταβάλλεται το ήμισυ των αποδοχών του. Το υπόλοιπο μπορεί να αποδοθεί σε αυτόν, μετά από ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, εφόσον τιμωρηθεί με πειθαρχική ποινή κατώτερη από την οριστική παύση. Εάν ο υπάλληλος απαλλαγεί από κάθε πειθαρχική ευθύνη, με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή αποδειχθεί αβάσιμη η υπόνοια για έκνομη διαχείριση, επιστρέφεται το μέρος των αποδοχών του που παρακρατήθηκε.

Ο υπάλληλος, στον οποίο επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή οριστικής παύσης για το παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων του, δεν δικαιούται αποδοχές αργίας.

Ο χρόνος της αργίας συμψηφίζεται με τον χρόνο της προσωρινής παύσης, που επιβλήθηκε για την ίδια αιτία. Για το χρονικό διάστημα που τυχόν διανύθηκε σε αργία επιπλέον της ποινής που επιβλήθηκε καταβάλλονται πλήρεις οι αποδοχές.